Στις 20 Μαρτίου 2003, οι ΗΠΑ εισέβαλλαν στο Ιράκ , με στόχο την ανατροπή του τότε ηγέτη του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν. Στις 31 Αυγούστου 2010, ο Μπαράκ Ομπάμα κήρυξε το τέλος του πολέμου και διέταξε τους Αμερικανούς στρατιώτες να αποχωρήσουν από το Ιράκ.
Ο πόλεμος αυτός στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 134.000 Ιρακινούς πολίτες (και μπορεί να συνέβαλε στο θάνατο τετραπλάσιου αριθμού Ιρακινών) και κόστισε στην αμερικανική κυβέρνηση 1,7 τρισεκ. δολάρια . Αν υπολογιστούν και επιπλέον 490 δισεκατ. δολάρια σε επιδόματα σε βετεράνους πολέμου, οι συνολικές δαπάνες -μαζί με τους τόκους- μπορεί να ανέλθουν σε περισσότερα από 6 τρισεκ. δολάρια τα επόμενα 40.
Αν στους νεκρούς του πολέμου συμπεριληφθούν τα μέλη των δυνάμεων ασφαλείας, οι αντάρτες, οι δημοσιογράφοι και τα μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων που έχασαν τη ζωή τους, ο απολογισμός ανεβαίνει σε 176.000 ως 189.000 νεκρούς, σύμφωνα με την μελέτη "Εκτιμήσεις Δαπανών Πολέμου" (Costs of War Project) του Ινστιτούτου Διεθνών Σπουδών Ουάτσον στο Πανεπιστήμιο Μπράουν (www.costsofwar.org) που δόθηκε στην δημοσιότητα ενόψει της 10ης επετείου από την εισβολή των συμμαχικών στρατευμάτων υπό τις ΗΠΑ στο Ιράκ.
Οι συντάκτες της έκθεσης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το κέρδος των ΗΠΑ από τον πόλεμο ήταν μικρό, ενώ και το Ιράκ ζημιώθηκε από αυτόν, όχι μόνο από την άποψη των ανθρώπινων απωλειών αλλά και για το γεγονός ότι, η εθνοτική και θρησκευτική βία και οι επιθέσεις των ταλιμπάν στην χώρα αναζωπυρώθηκαν, δημιουργώντας ένα νέο μέτωπο εσωτερικού πολέμου.
“Ο πόλεμος έδωσε νέο σθένος στους ακραίους ισλαμιστές μαχητές στην περιοχή, επέφερε ένα πισωγύρισμα στα δικαιώματα των γυναικών και αποδυνάμωσε το ήδη επισφαλές σύστημα υγείας” αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση, ενώ οι προσπάθειες ανοικοδόμησης- ύψους 212 δισεκατ. δολαρίων- αποτέλεσαν μια πολύ μεγάλη αποτυχία, με τα περισσότερα από τα χρήματα αυτά να δαπανώνται στην ασφάλεια ή να χάνονται λόγω διασπάθισης ή απάτης.