Μια σοκαριστική ιστορία
«Οι γονείς μου χώρισαν πριν καταλάβω καλά καλά τον κόσμο. Ό,τι και να να συνέβη μεταξύ τους, η μητέρα μου κατέληξε να μισεί τον πατέρα μου και κατ επέκταση και εμένα. Μου θύμιζε διαρκώς πως τα γαλάζια μάτια μου ήταν τα ίδια με του μπαμπά... Τελικά με παράτησε σε εκείνον όταν έγινα τεσσάρων. Το να με φροντίζει ωστόσο, ήταν κάτι τόσο αδιάφορο για τον πατέρα μου- όταν άραζε με τους φίλους του ή έβγαινε με γυναίκες ή απλά δεν ήθελε να ασχοληθεί πια μαζί μου, με κλείδωνε στο δωμάτιό μου και σπάνια μου έδινε τροφή. Θυμάμαι να μου φωνάζει κάθε φορά που το έσκαγα για να βρω φαγητό ή για να φύγω από το σπίτι, χωρίς να γνωρίζω πού θα πήγαινα. Απλά ήθελα να φύγω από αυτή τη σ...τρυπα. Τελικά οι παππούδες μου τον απείλησαν ότι αν δεν με έστλνε πίσω στη μητέρα μου, θα καλούσαν την αστυνομία. Την ίδια εβδομάδα, με έβαλε σε ένα αεροπλάνο με προορισμό τη μητέρα μου η οποία είχε παντρευτεί ξανά και είχε κάνει έναν άλλο γιο.
Ο νέος της σύζυγος ήταν ένας σκληρά εργαζόμενος άντρας που του άρεσε το ποτό- κατάλαβα ότι η μητέρα μου τον είχε του χεριού της όπως και όλους γύρω της. Φυσικά ήταν ξεκάθαρο με την επανεμφάνισή μου, ότι ήμουν ανεπιθύμητος. Η μητέρα μου μου φερόταν σαν τον άντρα που μισούσε και διαρκώς μου υπενθύμιζε ότι έπρεπε να γίνω άντρας για να προσέχω τον μικρό αδελφό μου. Αργότερα, άρχισε να με χτυπά ενώ καθώς μεγάλωνα, οι ξυλοδαρμοί γίνονταν ολοένα και χειρότεροι, ήθελε να με τρομοκρατεί και να με βλέπει να πονάω.
Μετά από κάθε ξυλοδαρμό-ήμουν με ένα σκισμένα χείλη, πρόσωπο και λαιμός με γρατσουνιές, μύτη γεμάτη αίματα, μελανιές στο σώμα-, με έστελνε στο δωμάτιό μου για να περάσω εκεί την υπόλοιπη μέρα. Όταν μια μέρα εμφανίστηκα στο σχολείο με μια μεγάλη πληγή στο κεφάλι, ζήτησα βοήθεια και έπειτα από μερικά τηλεφωνήματα από την κοινωνική λειτουργό, βρέθηκα μπροστά από μια καλή κυρία η οποία μου έκανε ένα σωρό ερωτήσεις για την κατάσταση στο σπίτι μου. Της είπα τα πάντα, για την κακοποίηση, για τις σκληρές κουβέντες και τη χρήση ναρκωτικών από τους γονείς μου. Με έστειλαν πίσω στην τάξη μου, και για μια εβδομάδα δεν άκουσα τίποτα για μια βδομάδα μέχρι που η μητέρα μου με αντιμετώπισε όταν έλαβε ένα τηλεφώνημα- της είχαν πει ότι θα την επισκέπτονταν για να εξετάσουν το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνα. Με πολύ ήρεμο και ψύχραιμο τρόπο, μου εξήγησε ότι αν έκανα ή έλεγα το παραμικρό και της έπαιρναν μακριά το μικρό γιο της, τότε θα με σκότωνε. Περιττό να σας πω ότι την πίστεψα. Δε με άγγιξε τις επόμενες εβδομάδες, ενώ με προετοίμαζε για την επίσκεψη του κοινωνικού λειτουργού.
Αφού καθάρισε το σπίτι, εξαφάνισε τα ποτά, τα κουτάκια της μπύρας και τα ναρκωτικά, εμφανίστηκε ο κοινωνικός λειτουργός. Ήμουν 9 ετών τότε και μετά τα ψέματα που αραδιάσαμε, δεν ξαναείδα ποτέ ούτε εκείνον ούτε κάποιον άλλο κρατικό λειτουργό. Αργότερα ναι. Όταν επιχείρησα να το σκάσω, ανεπιτυχώς, το ξύλο και οι τιμωρίες έγιναν πιο σκληρές. Μέχρι τα 12 είχα παραιτηθεί, αποδεχόμενος πλήρως τη μίζερη ζωή μου και απλά ζούσα για να φροντίζω τον αδελφό μου. Μου είχαν κάνει πλύση εγκεφάλου ότι ένα τίποτα και το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να προσέχω τον αδελφό μου και να υπηρετώ τη μητέρα μου. Όταν έγινα 14, είδα και τον αδελφό μου να πέφτει θύμα κακοποίησης και καθώς περνούσε ο χρόνος, η ιδέα να ξεσπάσω στη μητέρα μου για να αφήσω τον αδελφό μου μακριά από τη δική μου μοίρα, ήταν εντονότερη. Άρχισα να καταστρώνω σχέδια- αν μπορώ να τα αποκαλώ έτσι. Ο πατριός μου είχε ένα μικρό τουφέκι οπότε σκέφτηκα ότι ήταν η μόνη μου επιλογή για να κάνω κακό. Όταν έφτασε η ώρα, με κυρίευσε ο φόβος. Στάθηκα ιδρωμένος στο σκοτάδι για μια αιωνιότητα πριν κάνω αυτό που έκανα. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός, σαν να σκάει μπαλόνι... την άκουσα να βγάζει μια υπόκωφη κραυγή. Κλειδώθηκα στο δωμάτιό μου περιμένοντας την αναπόφευκτη οργή της γιατί όσο παράλογο και αν ακούγεται, ποτέ δε πίστεψα ότι είχε σκοτώσει τη μητέρα μου. Πίστευα ότι θα τη χτυπούσα και θα την ανάγκαζα να με σκοτώσει, αλλά όχι ότι θα τη σκότωνα... Ακόμα και όταν πάτησα τη σκανδάλη, την περίμενα στο δωμάτιό μου αλλά καθώς περνούσε η ώρα, τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα είχα φανταστεί. Ξύπνησα τον αδελφό μου και του είπα τα πάντα ενώ αφού ξεσπάσαμε και οι δυο σε λυγμούς, προσπαθήσαμε να βρούμε τι θα κάναμε. Κρύψαμε το πτώμα και σκαρφιστήκαμε μια ιστορία ότι είχε φύγει με κάτι φίλους. Ήταν μια βιαστική κίνηση και καθώς οι μέρες περνούσαν και ήταν αγνοούμενη, ήξερα ότι ήταν θέμα χρόνου να αποκαλυφθούν όλα.
Ο πατριός μου τελικά εντόπισε το άψυχο σώμα της και κάλεσε την αστυνομία. Με συνέλαβαν και μου ασκήθηκε δίωξη ως ενήλικος... Έπειτα από 5 μήνες στη φυλακή, τελικά με μετακίνησαν σε αναμορφωτήριο και με επαναπιστοποίησαν ως ανήλικο... Αυτά που πέρασα εδώ, δε συγκρίνονταν με αυτά που πέρασα στο σπίτι.. Έλεγα ξανά και ξανά την ιστορία μου σε ένα σωρό άγνωστους ανθρώπους. Με κράτησαν μέχρι τα 18. Μετά την αποφυλάκισή μου, νοίκιασα ένα διαμέρισμα και για τους επόμενους έξι μήνες ήμουν υπό επιτήρηση. Καλωσόρισες στην ενήλικη ζωή.
Το κοινό νοιάζεται όταν ένα παιδί διαπράττει ένα έγκλημα. Όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, ορισμένοι συμπάσχουν με το θύμα, άλλοι με το θύτη. Αλλά μετά την καταδίκη, όλα ξεχνιούνται... Ένα παιδί δεν είναι υπεύθυνο για τον κόσμο στον οποίο ζει, αλλά ένας ενήλικος πρέπει να ζήσει με το παρελθόν... Στη δική μου περίπτωση, τα σημάδια του τι θα επακολουθούσε ήταν προφανή. Όπως μου εξηγούσαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, υπήρχαν άνθρωποι που ήξεραν ότι κάτι δε πάει καλά και τα πράγματα ήταν άσχημα στο σπίτι. Απλά δεν είχαν συνειδητοποιήσει πόσο άσχημα ήταν. Κάποια μέλη της οικογένειας που ήξεραν την κατάσταση, δε μπορούσαν να βοηθήσουν, όπως παραδέχτηκαν αργότερα. Το σχολείο και οι κοινωνικές υπηρεσίες, απέτυχαν. Και όσο για μένα, επίσης απέτυχα. Πιστεύω όμως ότι τέτοια πράγματα μπορούν, με κάποιο τρόπο, να αποτραπούν, να μπορεί ένα παιδί να βρίσκει ένα διέξοδο στη βία. Αν η ιστορία μου βοηθήσει, κατά κάποιο τρόπο, τότε είμαι χαρούμενος που το έκανα».
Η μαρτυρία του Josh Tartar, δημοσιεύθηκε στο ozy.com