Ο δημιουργός του "Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ"
Σε ηλικία 88 ετών έφυγε την Παρασκευή από τη ζωή, στο σπίτι του στο Μοντόκ της Νέας Υόρκης, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ θεατρικός συγγραφέας Έντουαρντ Άλμπι. Η προκλητική και συχνά σκληρή ματιά του στον αμερικανικό τρόπο ζωής σε έργα όπως το εμβληματικό «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» τον ανέδειξε σε έναν από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς δραματουργούς.
Πέθανε ύστερα από σύντομη ασθένεια όπως δήλωσε ο βοηθός του Jakob Holder στο πρακτορείο Reuters, σημειώνοντας πως ο 88χρονος δεν ήταν μόνος όταν έφυγε από τη ζωή και αρνούμενος να δώσει άλλες λεπτομέρειες.
Σε συνέντευξή του Άλμπι είχε πει πως είχε αποφασίσει σε ηλικία 6 ετών πως ήταν συγγραφέας αλλά αποφάσισε να γράψει θεατρικά έργα επειδή κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν ήταν καλός ούτε στη ποίηση ούτε στη μυθιστορία. Τελικά τα έργα του τον έστειλαν στο πάνθεον των Αμερικανών θεατρικών συγγραφέων όπως ο Τέννεσι Γουίλιαμς, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Ευγένιος Ο'Νιλ.
Το βιτριολικό χιούμορ και το άγριο ύφος που ξεχώριζε στα περισσότερα από 25 έργα του δίχασαν κοινό και κριτικούς με αποτέλεσμα οι αντιδράσεις να είναι από διθυραμβικές μέχρι εντελώς απαξιωτικές. Πάντα επέστρεφε τις επιθέσεις αποκαλώντας τους κριτικούς βλάκες και το κοινό του στο Broadway «αγελάδες».
«Η τέχνη θα έπρεπε να επεκτείνει τα όρια της φόρμας και ταυτόχρονα να αλλάζει τις αντιλήψεις μας», είχε πει στο βιογράφο του, «σιχαίνομαι τη νωθρή τέχνη».
Ο Άλμπι έγινε γνωστός- και σόκαρε το κοινό- όταν το έργο του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» έκανε πρεμιέρα στο Broadway το 1962. Το έργο, που παίχτηκε επί 15 συναπτούς μήνες στο Broadway και χάρισε στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ το βραβείο Όσκαρ στην κινηματογραφική εκδοχή του, είναι ταυτόχρονα ένα βιτριολικό πορτρέτο της αμερικανικής κοινωνίας και των ιερών αμερικανικών αξιών της επιτυχίας, και μια καταβύθιση στην κόλαση του ζευγαριού.
Παρότι το έργο επελέγη για το Πούλιτζερ το 1963, το συμβούλιο απονομής των βραβείων απέρριψε την εισήγηση των κριτών λόγω της αμφιλεγόμενης φύσης του. Τελικά ο Άλμπι κέρδισε τρία Πούλιτζερ για το «Ευαίσθητη ισορροπία» (1967), το «Με θέα τη θάλασσα» (1975) και το «Τρεις ψηλές γυναίκες» (1994).