Ένα μωρό παιδί, μόλις 6 μηνών και μερικές... βόμβες άφησε πίσω του το ζευγάρι των εκτελεστών που σκόρπισε το θάνατο σε ίδρυμα του Inland Regional Center, κέντρου για άτομα με ειδικές ανάγκες στο Σαν Μπερναρντίνο της Καλιφόρνια.
Την Τετάρτη το πρωί ο Σάγεντ Ρίζβαν Φαρούκ, 28 ετών, και η Τασφίν Μαλίκ, 27 ετών, άφησαν το μωρό τους ηλικίας έξι μηνών στην μητέρα του Φαρούκ, λέγοντας ότι έχουν ραντεβού με έναν γιατρό.
Ως το μεσημέρι, όπως ανακοίνωσε η αστυνομία για το χρονικό του εγκλήματος, το ζευγάρι έβαλε τα κατάλληλα ρούχα, εξοπλίστηκε με τουφέκια και εισέβαλε σε ένα πάρτι, μια εορταστική εκδήλωση υπαλλήλων στο κέντρο. Σκότωσε 14 ανθρώπους και τραυμάτισε 17.
Αργά το απόγευμα, μετά από έντονη καταδίωξη και ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία, οι δυο έπεσαν νεκροί, αφήνοντας πίσω τους ένα μωρό έξι μηνών, μια κοινότητα σε πένθος και πολύ λίγα στοιχεία όσον αφορά τα κίνητρά τους για τη σφαγή.
Ο Φαρούκ, γεννηθείς στις ΗΠΑ, εργαζόταν ως ειδικός για θέματα Υγείας για την κομητεία του Σαν Μπερναρντίνο και επιθεωρούσε εστιατόρια για τυχόν παραβιάσεις των κανόνων υγιεινής, σύμφωνα με τις αρχές και έναν ιστότοπο που ασχολείται με τη δουλειά των δημοσίων υπαλλήλων. Στο πλαίσιο της δουλειάς του, επιθεωρούσε επίσης πισίνες σε διάφορες εγκαταστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται διαμερίσματα, συγκροτήματα κατοικιών και λέσχες. Στα αρχεία φαίνεται ότι ασκούσε τα καθήκοντά του μέχρι αρκετά πρόσφατα, δηλαδή τον περασμένο Ιούλιο.
Χθες, ήταν παρών στην ετήσια εορταστική συγκέντρωση των εργαζομένων στην υπηρεσία του, αλλά κάποια στιγμή έφυγε, επιστρέφοντας αργότερα με όπλα και με την σύζυγό του Μαλίκ.
Ο επικεφαλής της αστυνομίας του Σαν Μπερναρντίνο Τζάροντ Μπέργκουαν δήλωσε ότι το μακελειό αυτό κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης συναδέλφων είχε σίγουρα προγραμματιστεί εκ των προτέρων και σημείωσε ότι οι ύποπτοι άφησαν πίσω τους στον τόπο της σφαγής διάφορους εκρηκτικούς μηχανισμούς.
Η Σουάν Τσάπμαν, ταμίας και σερβιτόρα στο China Doll Fast Food, ένα εστιατόριο στο οποίο είχε πάει ο Φαρούκ για επιθεώρηση νωρίτερα φέτος στο πλαίσιο της δουλειάς του για την κομητεία, είπε ότι όταν τον είχε δει δεν είχε καταλάβει κάτι το ασυνήθιστο.
"Ήταν πολύ ήσυχος", πρόσθεσε. "Έλεγξε το φαγητό και είπε ότι είχε έρθει επειδή κάποιος διαμαρτυρήθηκε. (...) Φαινόταν τελείως φυσιολογικός".
Ο Μπέργκουαν δεν γνώριζε αν οι Φαρούκ και Μαλίκ ήταν παντρεμένοι, αλλά στελέχη του Συμβουλίου για τις Αμερικανο-Ισλαμικές Σχέσεις (CAIR) που έχουν επαφή με την οικογένεια είπαν ότι ήταν παντρεμένοι.
Το ζευγάρι ήταν παντρεμένο για δυο χρόνια και είχαν ένα κοριτσάκι έξι μηνών, διευκρίνισε ο Χουσάμ Αϊλούς, επικεφαλής της πτέρυγας του CAIR για το Λος Άντζελες.
Το ζευγάρι άφησε το μωρό στη μητέρα του Φαρούκ, η οποία ζει στην κοντινή πόλη Ρέντλαντς νωρίς το πρωί της Τετάρτης, σύμφωνα πάλι με τον ίδιο, ο οποίος μιλούσε βάσει πληροφοριών που είχε από τον γαμπρό του Φαρούκ. Της είπαν ότι θα πήγαιναν σε ένα ιατρικό ραντεβού για την Μαλίκ, πρόσθεσε.
Ο Μπέργκουαν διευκρίνισε παράλληλα ότι η αστυνομία πήγε σε ένα σπίτι στο Ρέντλαντς χθες το μεσημέρι και είδε το ζευγάρι να αναχωρεί με ένα μαύρο SUV. Οι αστυνομικοί καταδίωξαν το ζεύγος ως το Σαν Μπερναρντίνο, όπου ακολούθησε και η μάχη που άφησε πίσω της νεκρούς τον Φαρούκ και την Μαλίκ.
Η καταγωγή της οικογένειας του Φαρούκ είναι από τη νότια Ασία, ενώ η Μαλίκ πιστεύεται ότι κατάγεται από το Πακιστάν και είχε ζήσει στη Σαουδική Αραβία προτού πάει στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Αϊλούς. Ο Φαρούκ είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, ο οποίος είχε υπηρετήσει στον αμερικανικό στρατό, πρόσθεσε επίσης ο Αϊλούς.
Ένα άλλο στοιχείο που υπάρχει είναι επίσης ότι, σύμφωνα με τα δημόσια αρχεία, ο Φαρούκ είχε μάλλον αντιμετωπίσει κάποια προβλήματα κατά την παιδική του ηλικία.
Το 2006, η Ράφια Φαρούκ, η μητέρα, σύμφωνα με τα αρχεία, του Φαρούκ, είχε καταθέσει αίτηση διαζυγίου σε δικαστήριο του Ρίβερσαϊντ από τον σύζυγό της, που ονομαζόταν επίσης Σάγεντ Φαρούκ.
Αυτή απαριθμούσε στην αίτησή της πολλά κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας και δήλωνε ότι ο σύζυγός της "απειλεί καθημερινά ότι θα αυτοκτονήσει". Σε ένα από αυτά τα περιστατικά, σημείωνε επίσης η μητέρα του Φαρούκ, ο γιος της μπήκε στη μέση "για να την σώσει".