Ήταν 9 Αυγούστου του 2014 όταν ο 18χρονος Αφροαμερικανός, Μάικλ Μπράουν, έπεσε νεκρός από τα πυρά του αστυνομικού Ντάρεν Ουίλσον.
Ο φόνος του Μπράουν θεωρήθηκε έγκλημα ρατσιστικής βίας και κατάχρηση εξουσίας από τον αστυνομικού και προκάλεσε και τότε οργισμένες αντιδράσεις στο Φέργκιουσον του Μιζούρι, όπου έγινε το περιστατικό αλλά και στις υπόλοιπες ΗΠΑ.
Κάτι που προκάλεσε ιδιαίτερα την οργή ήταν οι πληροφορίες ότι πριν δεχθεί τον πυροβολισμό, ο 18χρονος, είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά για να δείξει πως ήταν άοπλος.
Βίντεο ντοκουμέντο από τον πυροβολισμό του Μπράουν
Ο 18χρονος είχε θεωρηθεί ύποπτος ληστείας.
Ο αστυνομικός, Ντ. Ουίλσον, τέθηκε σε διαθεσιμότητα και διατάχθηκε εξέταση.
Στις 24 Νοεμβρίου, οι ένορκοι της υπόθεσης απεφάνθησαν ότι ο Ουίλσον δεν είναι ένοχος και πως "έπραξε όπως πρόσταζε το καθήκον".
Η αθώωση ουσιαστικά του αστυνομικού προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων σε χιλιάδες Αμερικανούς πολίτες που θεώρησαν ότι πρόκειται για συγκάλυψη και ανοχή της ρατσιστικής επιθετικότητας για την οποία επανειλημμένα έχουν κατηγορηθεί οι Αμερικανοί αστυνομικοί.
Το Φέργκιουσον, το Σεντ Λούις και πολλές άλλες πόλεις των ΗΠΑ έχουν γίνει πεδίο μάχης.
Στην πρώτη του συνέντευξη μετά την ανακοίνωση της απόφασης του σώματος των ενόρκων, ο Ντάρεν Ουίλσον δήλωσε ότι δεν θα έκανε τίποτα διαφορετικό, υποστηρίζοντας ότι δεν εκτέλεσε τον νεαρό μαύρο στις 9 Αυγούστου, αλλά ότι φοβήθηκε για τη ζωή του στη διάρκεια της αντιπαράθεσής του με τον πιο μεγαλόσωμο Μπράουν και ότι απλώς έκανε τη δουλειά του.
Ο αστυνομικός υπογράμμισε ότι λυπάται για την απώλεια της ζωής του νεαρού, όμως επεσήμανε ότι έχει καθαρή τη συνείδησή του σχετικά με τις ενέργειές του. Ο ίδιος εξήγησε ότι ο Μπράουν έβαλε το χέρι του μέσα στο περιπολικό και προσπάθησε να του αρπάξει το όπλο, ενώ περιέγραψε πως ο Μπράουν έτρεξε εναντίον του και ότι αισθάνθηκε ότι έπρεπε να τον πυροβολήσει.