Η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ Μισέλ Ομπάμα εκφώνησε το Σάββατο το εβδομαδιαίο ραδιοφωνικό μήνυμα του Αμερικανού προέδρου για να εκφράσει την οργή της για την απαγωγή περίπου 200 μαθητριών στη Νιγηρία και να εκφράσει την συμπαράστασή της στους γονείς τους, με αφορμή την Ημέρα της Μητέρας, την Κυριακή 11 Μαΐου.
"Όπως εκατομμύρια άνθρωποι στην υφήλιο, ο σύζυγός μου κι εγώ είμαστε εξοργισμένοι και συντετριμμένοι για την απαγωγή περισσοτέρων από 200 μαθητριών στη Νιγηρία από τους κοιτώνες του σχολείου τους μέσα στη νύχτα", είπε η Μισέλ Ομπάμα.
"Αυτή η παράλογη πράξη διαπράχθηκε από μία τρομοκρατική οργάνωση, αποφασισμένη να κρατήσει αυτά τα κορίτσια μακριά από την εκπαίδευση - ενήλικες άνδρες επιχειρούν να καταστείλουν τις επιθυμίες νεαρών κοριτσιών".
"Θέλω να γνωρίζετε ότι ο Μπαράκ έχει καθοδηγήσει την κυβέρνησή μας να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να στηρίξει τις προσπάθειες της κυβέρνησης της Νιγηρίας να βρεθούν αυτά τα κορίτσια και να επιστραφούν στα σπίτια τους. Σε αυτά τα κορίτσια ο Μπαράκ κι εγώ βλέπουμε τις ίδιες μας τις κόρες. Βλέπουμε τις ελπίδες τους, τα όνειρά τους και μπορούμε να φανταστούμε την αγωνία που περνούν αυτή τη στιγμή οι γονείς τους", είπε η Ομπάμα.
Η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ επισήμανε ότι το σχολείο απ΄όπου απήχθησαν οι μαθήτριες είχε κλείσει πρόσφατα εξαιτίας τρομοκρατικών απειλών, αλλά τα κορίτσια επέμεναν να επιστρέψουν εκεί για να δώσουν εξετάσεις.
"Ήταν τόσο αποφασισμένες να προχωρήσουν στο επόμενο στάδιο της εκπαίδευσής τους...τόσο αποφασισμένες να αποκτήσουν κάποια μέρα μία καριέρα και να κάνουν τις οικογένειές τους και τις κοινότητές τους υπερήφανες. Και αυτό που συνέβη στη Νιγηρία δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Είναι μία ιστορία που επαναλαμβάνεται καθημερινά καθώς κορίτσια σε όλο τον κόσμο θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους για να διεκδικήσουν τις φιλοδοξίες τους", κατέληξε η ίδια.
Οι μαθήτριες απήχθησαν από τους ισλαμιστές εξτρεμιστές της Μπόκο Χάραμ στις 14 Απριλίου από το σχολείο όπου φοιτούσαν ως εσωτερικές στην πόλη Τσιμπόκ κοντά στην πολιτεία Μπόρνο της βόρειας Νιγηρίας, στα σύνορα με το Καμερούν, την ώρα που έδιναν γραπτές εξετάσεις. Πενήντα από αυτές κατάφεραν να δραπετεύσουν, αλλά περισσότερες από 230 εξακολουθούν να κρατούνται.