Το Boeing 747 είναι στη συνείδηση όλων μας ταυτισμένο απόλυτα με τους αιθέρες. Το τζάμπο τζετ των δύο καταστρωμάτων, που κάποτε σήμανε την επανάσταση στα αεροπορικά ταξίδια, ενδέχεται να πλησιάζει στο τέλος της δόξας του. Η εταιρεία Boeing έχει περικόψει τους αρχικούς σχεδιασμούς παραγωγής της δύο φορές τους τελευταίους έξι μήνες. Για τα επόμενα δύο χρόνια, θα παράγονται μόνο 18 καινούρια αεροπλάνα το χρόνο.
Ένας αριθμός ολοκαίνουργιων 747 ήδη πηγαίνει κατευθείαν από τη γραμμή παραγωγής στην αποθήκη, αφού οι αγοραστές είναι πλέον ολιγάριθμοι. Η εταιρεία θεωρεί το 747 εμβληματικό αεροσκάφος και θεωρεί πως είναι πολλά υποσχόμενο για αγορές όπως η ασιατική. Στην πραγματικότητα όμως, φαίνεται πως οι περισσότερες αεροπορικές εταιρείες δεν επιθυμούν πλέον τέτοιου μεγέθους αεροπλάνα, με 4 μάλιστα μηχανές. Αντίθετα, τείνουν να προτιμούν αεροσκάφη νέας γενιάς των δύο κινητήρων, τα οποία καίνε πολύ λιγότερα καύσιμα. Όπως αναφέρουν ειδικοί μηχανικοί αεροσκαφών, οι τέσσερις μηχανές είχαν προκύψει στο παρελθόν, όταν η τεχνολογία τζετ δεν είχε τελειοποιηθεί. Πλέον, οι δύο μηχανές είναι υπεραρκετές.
Ένα επιπλέον θέμα είναι ο αριθμός των θέσεων. Ένα 747 μπορεί να φιλοξενήσει από 380 έως 560 επιβάτες, ανάλογα με τη διαρρύθμιση που θα επιλέξει η αεροπορική εταιρεία. Το 747 που εκμεταλλεύεται πλήρως τους διαθέσιμους χώρους του, αποφέρει σημαντικά κέρδη. Στις περιπτώσεις όμως που οι θέσεις δεν πληρούνται, το κόστος των καυσίμων μοιράζεται σε λιγότερους επιβάτες-και δεν είναι και λίγο: υπολογίζεται σε 63.000 γαλόνια καυσίμου ανά ταξίδι κατά μέσο όρο, ή διαφορετικά σε 200.000 δολάρια.
Τα μεγέθη των αεροσκαφών αυτών, είναι πλέον υπερβολικά μεγάλα για τις περισσότερες αγορές αεροπορικών ταξιδιών. Ο αριθμός των επιβατών που κάνει πολύ μεγάλες αποστάσεις, δεν είναι τόσο μεγάλος ώστε να δικαιολογείται η κυκλοφορία τόσο πολλών 747. Επίσης, οι επιβάτες θέλουν να έχουν τη δυνατότητα επιλογής από διάφορες πτήσεις, επομένως οι εταιρείες προσαρμόζονται στη ζήτηση δημιουργώντας πολλά και μικρά δρομολόγια, με (αναγκαστικά) μικρότερα αεροπλάνα.
Το 747 έχει εμβέλεια πτήσης 9655 χιλιόμετρα, μακράν μεγαλύτερη από οποιοδήποτε άλλο αεροσκάφος. Με ύψος ενός εξαώροφου κτιρίου, έχει συνολικό μήκος περισσότερο από όσο η απόσταση που πρωτοδιένυσαν οι αδελφοί Wright κατά το παρθενικό ταξίδι του ανθρώπου στους αιθέρες. Στα πρώτα αεροπλάνα της σειράς, το χαρακτηριστικό βολβοειδές τμήμα του ρύγχους του ήταν σαλόνι, με μεγάλα παράθυρα, ενώ επιβάτες και προσωπικό συνήθιζαν σε αυτές τις πτήσεις να είναι ντυμένοι στην εντέλεια. Πριν το Boeing 747, το κόστος των εισιτηρίων στις πτήσεις μεγάλων αποστάσεων ήταν απαγορευτικό για τους περισσότερους επιβάτες. Το 747, με την άνευ προηγουμένου χωρητικότητα που εγκαινίασε στο χώρο, κατέστησε πιο προσιτά τα μακρινά ταξίδια. Επίσης, Boeing 747 ήταν τόσο το αμερικανικό προεδρικό αεροπλάνο “Air Force One”, όσο και τα αεροσκάφη που μετέφεραν τα διαστημικά λεωφορεία κατά τις αποστολές τους προς το διάστημα. Σύντομα λοιπόν, το 747 έγινε το πιο αναγνωρισμένο αεροσκάφος πολιτικής αεροπορίας στον κόσμο.
Πρωτοκατασκευάστηκε στα τέλη του 1960, ενώ η παραγωγή έφτασε στο ζενίθ της το 1990, με 122 αεροσκάφη. Μέχρι το 2011, η εταιρεία είχε πουλήσει συνολικά 1.418 αεροπλάνα, και ώθησε την εταιρεία στον έντονο ανταγωνισμό της με την Lockheed και την McDonnell Douglas. Η τεχνολογία όμως είναι αμείλικτη και έτσι μόλις το 1988 άρχισαν να επιτρέπονται υπερθαλάσσιες πτήσεις αεροσκαφών και με δύο κινητήρες, αρκεί να μην απείχαν πάνω από 3 ώρες από το κοντινότερο αεροδρόμιο. Έτσι, σε λιγότερο από μια δεκαετία, δικινητήρια αεροπλάνα όπως το Airbus A330 και το Boeing777, κατέκτησαν τους αιθέρες οριστικά. Τέλος, το κόστος του 747 ήταν πια απαγορευτικό: 350 εκατομμύρια δολάρια, όταν το 777 κυμαινόταν «μόλις» στα 320.
Το Boeing 747 παραμένει το αεροπλάνο που ονομάζεται “Air Force One”, αν και η παλαιότητά του λαμβάνεται πλέον σοβαρά υπόψη από την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία ψάχνει αντικαταστάτη με τέσσερις μηχανές. Οι φίλοι του Boeing 747 δε θα πρέπει πάντως να απογοητεύονται. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα αεροπλάνα συνεχίζουν να πετούν ακόμα και μετά από τριάντα χρόνια, συνεπώς θα έχουν την ευκαιρία να τα απολαμβάνουν επί πολύ καιρό.