Από ληστής, καθηγητής πανεπιστημίου!
Κατά τη διάρκεια ενός time out σε αγώνα μπάσκετ ανάμεσα σε φοιτητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν, ο Shon Hopwood εξομολογήθηκε στους μαθητές του ότι ένοιωθε διαφορετικά τώρα από την τελευταία φορά που βρέθηκε σε κάποιο γήπεδο: όταν έπαιζε μπάσκετ στη φυλακή, κρατούσε μαζί του και ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι στην περίπτωση που η ομάδα του έχανε.
Οι μαθητές του γέλασαν και εκείνος επέστρεψε στο γήπεδο του πανεπιστημίου για να ρίξει άλλη μια βολή. Ο Hopwood, θητεύει ως καθηγητής νομικής στο εν λόγω πανεπιστημιακό ίδρυμα, και όποιος τον γνωρίζει αδυνατεί να φανταστεί την εκπληκτική ζωή του μέχρι να φτάσει να καθοδηγεί τους φοιτητές του στο αμφιθέατρο. Η ιστορία του, είναι βούτυρο στο ψωμί των μίντια που τη συνοψίζουν με τίτλους όπως «κάποτε λήστευε τράπεζες και καταπατούσε το νόμο, και τώρα τον διδάσκει!» ή «Από ληστής, καθηγητής πανεπιστημίου!».
Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε στην παρανομία. Στα 20 εισέβαλε σε τράπεζες με όπλο, σε μια σειρά από επαρχιακές πόλεις στη Νεμπράσκα και μπαινόβγαινε στις φυλακές - έχει εκτίσει τουλάχιστον 11 χρόνια σε Ομοσπονδιακές φυλακές-, άρχισε να γράφει ξανά και ξανά νομικές αναφορές για συγκρατούμενούς του, ώσπου στο τέλος ξεκίνησε να φοιτά στη νομική σχολή, πήρε πτυχίο, έκανε μεταπτυχιακό, έγραψε βιβλίο, παντρεύτηκε τον παιδικό του έρωτα, και έφτιαξε μια αγαπημένη οικογένεια.
Μια ενθαρρυντική ιστορία για όσους έχουν χάσει την πίστη τους; Ίσως. Η αλήθεια είναι πάντως ότι υπάρχουν εκείνες οι εμπειρίες στη ζωή ενός ανθρώπου, που τον αλλάζουν για πάντα. Όσο βρισκόταν στη φυλακή, είδε το νόμο και την εφαρμογή του με διαφορετικό τρόπο από ότι τον βλέπουν οι «καθαροί» δικηγόροι.
Η ζωή του ίσως δεν είναι τόσο συναρπαστική όσοι ακούγεται. Ξεκίνησε καλά, με μια ευτυχισμένη οικογένεια σε μια πόλη των 2.500 κατοίκων στη Νεμπράσκα, ήταν αγαπητός στο σχολείο έπαιζε καλό μπάσκετ και οι γονείς του βοήθησαν την κοινότητα να φτιάξουν μια εκκλησία. Όταν έχασε όμως την αθλητική υποτροφία σε κάποιο κολέγιο που είχε καταφέρει να διεκδικήσει, όλα πήραν μια δυσάρεστη τροπή. Κατετάγη στο Ναυτικό και δυο χρόνια μετά επέστρεψε στη γενέτειρά του με κατάθλιψη, έχοντας προβλήματα με ουσίες και ζώντας στο υπόγειο των γονιών του. Τότε είχε δουλειά- έκανε 12ωρες βάρδιες σε φάρμα με βοοειδή, φτυαρίζοντας κοπριά.
Η μεγάλη επικίνδυνη στροφή στη ζωή του, ήρθε ένα βράδυ όταν ένας φίλος του του πρότεινε να ληστέψουν μια τράπεζα. Τον Αύγουστο του 1997, ο Hopwood δρασκέλησε ένα ασήμαντο τοπικό υποκατάστημα με φοβερό άγχος, καταφέρνοντας όμως να φέρει εις πέρας την αποστολή κραδαίνοντας ένα περίστροφο. Έχοντας 50.000 δολάρια στα χέρια, αποφάσισε να συνεχίσει την «καριέρα» που μόλις ανοιγόταν μπροστά του. Ήξερε πολύ καλά ότι τα χρήματα που αφαιρούσε, ήταν των συμπολιτών του, των φίλων του, αλλά εκείνος συνέχισε. Λήστεψε τέσσερις ακόμη τράπεζες και όταν συνελήφθη καταδικάστηκε σε κάθειρξη 13 χρόνων- ήταν 23 ετών.
Στη φυλακή, αποδείχθηκε ότι η βιβλιοθήκη ήταν ένα καλό μέρος για να περνάει κανείς τις ώρες του διαβάζοντας κυρίως βιβλία νομικού περιεχομένου ως μέρος της εκπαίδευσής του για την καλύτερη δυνατή προετοιμασία στις επικείμενες δίκες. Αργότερα, άρχισε να δίνει νομικές συμβουλές και να συμπληρώνει όποια νομικά έγγραφα του έδιναν οι τρόφιμοι. «Ήταν σαν να είχα στήσει μια νομική εταιρεία μέσα στη φυλακή», δηλώνει σύμφωνα με τη washingtonpost.
Όταν αποφυλακίστηκε το 2008, ήταν 33 ετών με ένα επιπλέον άγχος για την μετέπειτα ζωή του. Ήθελε να παντρευτεί και να ξεκινήσει σπουδές πάνω στο αντικείμενο που γνώριζε σχετικά καλά. Το πρώτο βήμα έγινε όταν μια μικρή νομική εταιρεία του εμπιστεύτηκε μερικές από τις υποθέσεις της. Κατάφερε και κέρδισε υποτροφία στο πανεπιστήμιο, έκλεισε συμφωνία με εκδοτικό οίκο για την συγγραφή της ιστορίας του- μελετούσε 12 ώρες την ημέρα, σκεπτόμενος αν θα τον αποδεχτούν ως δικηγόρο ή τελικά θα τον απορρίψουν εξαιτίας του παρελθόντος του. Κέρδισε μια δεύτερη υποτροφία, στο Τζορτζτάουν όπου τελικά μεταλαμπαδεύει τις γνώσεις του για τη νομική σε νεαρά άτομα.
Σήμερα, στα 41 εξακολουθεί και νοιώθει ενοχές για τα εγκλήματά του αλλά ως φύση αισιόδοξη, αυτό που πια επιθυμεί, είναι να βοηθά τους αδύναμους.