«Τι είναι αυτό; θα πεθάνω σήμερα; Ενώ οι φίλοι μου κοιμούνται; Ενώ οι γονείς μου κοιμούνται;»
Η Jennifer Asbenson ήταν 19 ετών όταν απήχθη από έναν από τους περιβόητους κατά συρροή δολοφόνους των ΗΠΑ, μεταφέρθηκε σε μια ερημική τοποθεσία, βασανίστηκε και έφτασε μια ανάσα από το θάνατο. Για πρώτη φορά μετά από 24 χρόνια, από τότε δηλαδή που κατάφερε να δραπετεύσει, η γυναίκα επέστρεψε στην πόλη Desert Ηot Springs στην Καλιφόρνια, στον τόπο του εφιάλτη της.
Στον τόπο όπου ο απαγωγέας της Andrew Urdiales, της επιτέθηκε βάναυσα. Η Asbenson επέστρεψε στο σημείο που απήχθη και δημοσίευσε ένα βίντεο με το οποίο αναπαριστά τη σκηνή της απαγωγής. «Ήθελα οι θεατές να νιώθουν ότι βρίσκονται μαζί μου σε πραγματικό χρόνο», λέει η γυναίκα στο news.com.au. «Θέλω να ακούσουν τα πάντα, όπως τα διηγούμαι εγώ χωρίς καμία διακοπή. Θέλω να αισθάνονται ότι βιώνουν μαζί μου όλα όσα πέρασα. Δε ντρέπομαι που είmαι άνθρωπος. Οπότε δε λογοκρίνω τον εαυτό μου. Εκτιμώ ότι θα εκτιμήσουν την ωμότητα όλου αυτού».
Ο Urdiales είχε ήδη δολοφονήσει με ειδεχθή τρόπο άλλες πέντε γυναίκες όταν συνάντησε την Asbenson, κοντά στο σπίτι της στην πόλη Cathedral City, στην Καλιφόρνια στις 27 Σεπτεμβρίου του 1992. Η νεαρή τότε νοσοκόμα, μόλις είχε χάσει το λεωφορείο για τη δουλειά και αγόραζε καραμέλες για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες που φρόντιζε σε τοπικό νοσοκομείο, όταν την εντόπισε ο απαγωγέας της. Την πλησίασε με το αυτοκίνητό του και προσφέρθηκε να τη μεταφέρει στον προορισμό της. Εκείνη αρχικά αρνήθηκε αλλά έπειτα από δεύτερη σκέψη, δέχτηκε. Οι προϊστάμενοί της την είχαν προειδοποιήσει ότι αν αργούσε και πάλι, θα έχανε τη δουλειά της. «Αυτόματα σκέφτηκα ότι δε θα μπορούσε να είναι από εκείνους τους τρελούς γιατί διαφορετικά θα είχε σταματήσει και θα μου είχε ήδη επιτεθεί. Δεν έκανε κάτι περίεργο... Έλεγε κάτι παράξενα πράγματα αλλά όχι από εκείνα που θα με έκαναν να πηδήξω από το παράθυρο. Φτάνουμε και πριν με αφήσει να βγω, μου ζήτησε το τηλέφωνό μου». Αφού του έδωσε ψεύτικο αριθμό, βγήκε από το αυτοκίνητο αλλά ο εφιάλτης της μόλις ξεκινούσε. Το επόμενο πρωί, όταν τελείωσε τη βάρδιά της, τον είδε έξω από το νοσοκομείο να την περιμένει. Ήταν 6 το πρωί. «Άρχισα να περπατώ, δεν κοίταζα πίσω γιατί ήξερα ότι ήταν εκείνος. Μέχρι τότε, δεν είχα ακούσει ιστορίες για κατά συρροή δολοφόνους. Ήμουν αφελής».
Το μοιραίο λάθος της ήταν όταν δέχτηκε για δεύτερη φορά να μπει στο αυτοκίνητο και να τη μεταφέρει στο σπίτι της. Αμέσως μόλις έκλεισε την πόρτα του οχήματος, εκείνος την άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να τη βρίζει για το ψεύτικο τηλέφωνο που του είχε έδωσε. «Μου χτύπησε το κεφάλι στο ταμπλό, έβγαλε όπλο και αργότερα σχοινί». Της έδεσε τα χέρια, της φόρεσε καπέλο και γυαλιά και άρχισε να οδηγεί. «Του έλεγα ότι θα κάνω ότι μου πει. Τίποτα... Όταν είδα ότι οδηγούσε προς την έρημο, τότε κατάλαβα ότι θα πέθαινα. Αλλά δεν ήξερα τι θα μου έκανε πριν με σκοτώσει. Άρχισε να με γρονθοκοπεί, μου έσκισε το παντελόνι και τα εσώρουχα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα... Κοιτούσα τα μάτια του και έβλεπα το βλέμμα του διαβόλου».
Ο Urdiales προσπάθησε να τη βιάσει αλλά δε τα κατάφερε καθώς είχε «στυτική δυσλειτουργία». «Αυτό με χαροποίησε αλλά τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα...». Την πίεσε να του πει πως τον αγαπά. «Έβαλε τα εσώρουχά μου στο στόμα μου και τα έσπρωχνε όλο και πιο μέσα στο λαιμό.Τύλιξε το σουτιέν γύρω από το στόμα μου για να συγκρατήσει τα πανιά. Πίστευα ότι θα πέθαινα από ασφυξία. Κατάφερα και του είπα 'σ'αγαπώ'».
Ανικανοποίητος από την «δήλωση αγάπης», ο απαγωγέας της προσπάθησε να τη πνίξει. «Σκέφτηκα ενώ βρισκόμουν στο έλεός του: 'η ζωή είναι μικρή. Τι είναι αυτό; θα πεθάνω σήμερα; Ενώ οι φίλοι μου κοιμούνται; Ενώ οι γονείς μου κοιμούνται;... Έχασα τις αισθήσεις μου. Τον είδα ξανά όταν βρισκόμασταν ήδη αρκετά μακριά.».
Όταν τελικά συνήλθε, είπε ότι ο άρχισε να της πιπιλίζει και να τη δαγκώνει στο λαιμό. «Έλεγα από μέσα μου 'άντε λοιπόν, βιάσου και σκότωσέ με'. Εκείνος άνοιξε το στόμα του και είδα αίματα και λίγη σάρκα στα δόντια του... Ειλικρινά δε με ένοιαζε εκείνη τη στιγμή, αλλά προσπαθούσε να αφαιρέσει κομμάτι από το λαιμό μου». Εκεί που νόμιζε ότι δε θα μπορούσαν τα πράγματα να γίνουν χειρότερα, πήγε στο πορτμπαγκάζ και έβγαλε μια τσάντα με μαχαίρια. «Το σώμα μου τινάχτηκε και γεμάτη πανικό και αδρεναλίνη άρχισα να τρέχω». Η δύστυχη γυναίκα δεν κατάφερε να πάει μακριά. Ο δολοφόνος κατάφερε και την έπιασε και την κλείδωσε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου. «Με έπιασε από τα μαλλιά και με έσερνε πάνω από κάκτους, πέτρες...». Η γυναίκα πάλεψε για τη ζωή της στα χέρια ενός serrial killer για σχεδόν δυο ώρες- μέσα στο σκοτεινό χώρο του πορτμπαγκάζ, προσπάθησε να σπάσει τις δεσμά στους καρπούς της και την κλειδαριά του πορτμπαγκάζ ώσπου τα κατάφερε. Καθώς το όχημα κινούνταν, εκείνη πετάχτηκε έξω και άρχισε να τρέχει για τη ζωή της.
«Σκέφτηκα 'μη κοιτάξεις πίσω, μη διανοηθείς να κοιτάξεις πίσω'. Αλλά κοίταξα. Με κυνηγούσε στη μέση του δρόμου με μια ματσέτα. Άρχισα να τρέχω και τότε ένα φορτηγό πλησίαζε προς το μέρος μου. Θα μπορούσε να με είχε χτυπήσει.Αλλά αντιθέτως, ήταν δυο ναυτικοί που σταμάτησαν. Τους είπα τι είχε συμβεί.Μου δάνεισαν ένα παντελόνι και πήγαμε στο πλησιέστερο βενζινάδικο όπου κάλεσαν την αστυνομία».
Αλλά ο εφιάλτης δεν είχε τελειωμό. Κανείς δεν την πίστεψε, ούτε οι αρχές ούτε η ίδια της η μητέρα. Ο Urdiales τελικά συνελήφθη πέντε χρόνια αργότερα, το 1997 έχοντας δολοφονήσει τρεις ακόμη γυναίκες. Ομολόγησε και τους 8 φόνους και την απαγωγή της Asbenson...