Σχεδόν επί 15 χρόνια διαπραγματεύονταν οι υπουργοί Εσωτερικών της ΕΕ τη νέα νομοθεσία για την παροχή ασύλου σε πρόσφυγες από τρίτες χώρες. Οι αλλαγές που αποφασίζονται στη νέα νομοθεσία κρίνονται σημαντικές, γιατί θεσπίζουν ενιαίες προδιαγραφές για την παροχή ασύλου σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Επιπλέον, η νέα νομοθεσία ικανοποιεί πάγια αιτήματα, ιδιαίτερα των χωρών της βόρειας Ευρώπης:
- η επεξεργασία της αίτησης των αιτούντων άσυλο θα πρέπει να γίνεται μέσα σε έξι μήνες, έναντι τουλάχιστον 18 που είναι σήμερα,
- η πρόσβαση των ανθρώπων αυτών στην αγορά εργασίας θα διευκολύνεται, ώστε να επιβαρύνεται λιγότερο ο κρατικός προϋπολογισμός στη χώρα υποδοχής, ενώ
- τα δακτυλικά τους αποτυπώματα θα καταχωρούνται για τρία χρόνια στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων Eurodac, ώστε να αποφεύγεται κατάχρηση της νομοθεσίας περί ασύλου.
Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, η τελευταία οδηγία προκαλεί την αντίδραση μη κυβερνητικών οργανώσεων που υποστηρίζουν ότι η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία περί ασύλου κινείται σε μία λογική "ποινικοποίησης" των προσφύγων.
Οι χώρες της νότιας Ευρώπης επικρίνουν ιδιαίτερα το γεγονός ότι, παρά τις επιμέρους αλλαγές, διατηρείται η κυρίαρχη λογική του κανονισμού "Δουβλίνο ΙΙ", σύμφωνα με την οποία ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει άσυλο μόνο στην πρώτη "χώρα εισόδου" στην ΕΕ.
Η μηχανιστική εφαρμογή, επισημαίνουν πολλοί ευρωβουλευτές, έχει ως αποτέλεσμα να επιβαρύνονται χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Μάλτα και η Κύπρος, που εκ των πραγμάτων αποτελούν πύλες εισόδου. Επιπλέον το "Δουβλίνο ΙΙ" μπορεί να έχει τραγικά αποτελέσματα και για τους ίδιους τους πρόσφυγες, καθώς ολόκληρες οικογένειες χωρίζονται, όταν τα μέλη της τυχαίνει να υποβάλουν αιτήσεις ασύλου σε διαφορετικές χώρες.