Ο επί τρεις φορές Ιταλός πρωθυπουργός Τζούλιο Αντρεότι- ένα από τα πιο γνωστά πολιτικά πρόσωπα της μεταπολεμικής Ιταλίας που δίχασε τους πολίτες στην 50χρονη καριέρα του- απεβίωσε σήμερα στην Ρώμη, σε ηλικία 94 ετών.
Ο "σύγχρονος Μακιαβέλι" όπως τον αποκαλούσαν, διετέλεσε πρωθυπουργός της Ιταλίας τρεις φορές με το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών (1972-73, 1976-79, 1989-92) - και επτά συνολικά - κατηγορήθηκε ότι συνεργάστηκε με τη Μαφία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, ενώ αργότερα αθωώθηκε λόγω παραγραφής του αδικήματος.
Μια από τις γνωστότερες ρήσεις του ήταν ότι "η εξουσία φθείρει, τελικά, όποιον δεν την διαθέτει".
Ο Αντρεότι μπήκε στην εθνοσυνέλευση της Ιταλίας αμέσως μετά την αποχώρηση των ναζιστών. Έκτοτε εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής, μέχρι το 1991, οπότε ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Φραντσέσκο Κοσίγκα τον διόρισε ισόβιο γερουσιαστή.
Συνέβαλε στη συγγραφή του συντάγματος και, εκτός από επτά φορές πρωθυπουργός, διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών (1954 και 1978), υπουργός Άμυνας (1959–1966 και 1974) και υπουργός Εξωτερικών (1983–1989).
Στις 14 Απριλίου 1986, ο Τζούλιο Αντρεότι, ως Υπουργός Εξωτερικών, ειδοποίησε τη Λιβύη για την επίθεση που θα δεχόταν την επόμενη μέρα από τις ΗΠΑ λόγω τρομοκρατικού χτυπήματος σε ντίσκο του Βερολίνου. Θεωρείται ότι η "προειδοποίηση" αυτή βοήθησε τη Λιβύη να μη δεχθεί την επίθεση αυτή εντελώς απροετοίμαστη.
Η σχέση του με τη Μαφία
Στην τρίτη θητεία του (1989-92) υπήρξε ο τελευταίος Χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός της χώρας. Κατά τη διάρκεια της θητείας αυτής αποκαλύφθηκε το μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς της ιταλικής πολιτικής σκηνής, το οποίο οδήγησε στη διάλυση του κόμματός του το 1994.
Τον Οκτώβριο του 1990, ο Αντρεότι παραδέχτηκε ενώπιον του Κοινοβουλίου την ύπαρξη της Operazione Gladio, μιας μυστικής αντικομμουνιστικής "επιχείρησης". Στο πρώτο στάδιο της επιχείρησης "καθαρά χέρια" δεν αναμείχθηκε το όνομά του, τον Απρίλιο του 1993 όμως ανακρίθηκε με την κατηγορία των σχέσεων με τη Μαφία.
Λίγα χρόνια αργότερα, άρχισε να κατηγορείται, από αποστάτες της Μαφίας, πως είχε σχέσεις με την Κόζα Νόστρα. Το 1996 ξεκίνησε η δίκη του σχετικά με το ρόλο που είχε στη δολοφονία του δημοσιογράφου Μίνο Πεκορέλι –ο οποίος κατηγορούσε τον Αντρεότι για σχέσεις με τη μαφία και ενεχόταν στην απαγωγή του πρωθυπουργού Άλντο Μόρο. Το 1999 το δικαστήριο τον απάλλαξε από τις κατηγορίες, όμως ακολούθησε έφεση και το Νοέμβριο του 2002 το Εφετείο της Περούτζια τον καταδίκασε σε κάθειρξη εικοσιτεσσάρων ετών, ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του Μίνο Πεκορέλι.
Με τη σειρά του, ο Αντρεότι άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος. Ο Άρειος Πάγος τον αθώωσε το 2003 από τις κατηγορίες των σχέσεων με τη Μαφία, αλλά μόνο λόγω παραγραφής, βεβαιώνοντας ότι όντως ο Αντρεότι είχε ισχυρούς δεσμούς με τη Μαφία μέχρι το 1980, τους οποίος και χρησιμοποίησε για την προώθηση της πολιτικής του καριέρας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται και ο ίδιος όργανο της Μαφίας.
Υπερασπιζόμενος τον εαυτό του, ο Αντρεότι υπογράμμιζε ότι οι κυβερνήσεις του έλαβαν σκληρά μέτρα κατά της Μαφίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στο Τζιοβάνι Φαλκόνε, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης στην έβδομη κυβέρνηση του Αντρεότι.