Η ανεργία, οι πολύ χαμηλές αμοιβές στην εργασία και τα προβλήματα υγείας -και όχι τόσο η ξενοφοβία στη χώρα υποδοχής- είναι οι κυριότεροι παράγοντες που κάνουν τους μετανάστες να νιώθουν πιο δυστυχισμένοι από τον μέσο άνθρωπο, σύμφωνα με μια νέα έρευνα από επιστήμονες του Λουξεμβούργου.
Ο καθηγητής Αντρέας Χαντζάρ και η ερευνήτρια Σουζάν Μπέικς, που παρουσίασαν τα ευρήματά τους στο ετήσιο συνέδριο της Βρετανικής Κοινωνιολογικής Ένωσης στο Λονδίνο, ανέφεραν ότι οι οικονομικοί παράγοντες όπως η ανεργία και το χαμηλό εισόδημα, σε συνδυασμό με τα προσωπικά προβλήματα υγείας, αποτελούν τελικά τις κυριότερες αιτίες δυστυχίας για έναν μετανάστη και όχι τα εχθρικά και ξενοφοβικά αισθήματα που αυτός μπορεί να αντιμετωπίζει στο νέο περιβάλλον.
Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για 32.000 μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς, καθώς και για 164.700 μη μετανάστες σε 30 ευρωπαϊκές χώρες. Η μελέτη αξιολόγησε το επίπεδο ψυχικής υγείας και ευτυχίας που ανέφεραν οι μετανάστες σε κάθε χώρα, σε σύγκριση με τους μη μετανάστες κατοίκους.
Οι λουξεμβούργιοι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όσοι μετανάστες μετακινούνταν σε χώρες όπου οι ντόπιοι εξέφραζαν αρνητικές και ξενοφοβικές απόψεις για τους μετανάστες, εμφάνιζαν μικρή μείωση 2% κατά μέσο στο επίπεδο της (κατά δήλωσης των ίδιων) προσωπικής ευτυχίας τους, σε σχέση με το μέσο όρο ευτυχίας του πληθυσμού της εν λόγω χώρας.
Η δυστυχία της ανεργίας στην ξενιτιά
Όμως οι άνεργοι μετανάστες ήταν πιο δυστυχισμένοι, καθώς ανέφεραν περίπου 7% λιγότερη ευτυχία σε σχέση με τον μέσο όρο του ντόπιου πληθυσμού. Όσοι μετανάστες είχαν προβλήματα υγείας, ανέφεραν 9% λιγότερη ευτυχία, ενώ όσοι εργάζονταν μεν, αλλά με πολύ χαμηλό μισθό, ήσαν οι πιο δυστυχισμένοι από όλους (μείωση ευτυχίας 11%).
Όσο περισσότερο χρόνο ένας μετανάστης έχει μείνει σε μια χώρα, τόσο λιγότερο μειώνεται η ευτυχία του, προφανώς επειδή έχει προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον. Αντίθετα, οι πιο... φρέσκοι μετανάστες είναι αυτοί που νιώθουν την μεγαλύτερη δυσφορία και δυστυχία. Έτσι, όσοι ζουν λιγότερα από δέκα χρόνια σε μια ξένη χώρα, αναφέρουν 7% λιγότερη ευτυχία σε σχέση με τον ντόπιο πληθυσμό, ενώ όσοι έχουν μεταναστεύσει εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, αισθάνονται μόνο 3,5% λιγότερη ευτυχία σε σχέση με τους ντόπιους γύρω τους.
Εξάλλου, όσο πιο πλούσια είναι η χώρα υποδοχής, τόσο λιγότερο ευτυχείς είναι οι μετανάστες συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό, ενώ όσο πιο αποτελεσματικά μια χώρα υποδοχής ακολουθεί πολιτική ίσων δικαιωμάτων απέναντι στους μετανάστες, τόσο περισσότερο ευτυχισμένοι δηλώνουν οι τελευταίοι. Από ηλικιακή άποψη, οι μετανάστες 41 έως 60 ετών εμφανίζονται οι λιγότερο ευτυχισμένοι, αναφέροντας κατά μέσο όρο 6% λιγότερη ευτυχία σε σχέση με τους μετανάστες 22 έως 30 ετών.
"Η ξενοφοβία δε φάνηκε να έχει σημαντική επίπτωση στην υποκειμενική ευτυχία των μεταναστών σε σχέση με τους υπόλοιπους κατοίκους", ανέφεραν οι ερευνητές. Όπως εκτιμούν, η πιθανότερη εξήγηση για αυτό είναι ότι η ξενοφοβία αποβαίνει ψυχικά επιζήμια τόσο για τους μετανάστες, όσο και για την υπόλοιπη κοινωνία, με συνέπεια να μην υπάρχει τελικά κάποια αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ ξένων και ντόπιων στην ευτυχία τους, όσον αφορά την επίδραση της ξενοφοβίας.
Αντίθετα, οι ερευνητές τονίζουν ότι "τόσο η ανεργία, όσο και η γενικότερη οικονομική στέρηση, φαίνεται να έχουν ισχυρή αρνητική επίδραση στην υποκειμενική ευτυχία των μεταναστών». πάντως, προσθέτουν ότι "όπως δείχνουν τα ευρήματα, γενικά οι μετανάστες τα καταφέρνουν μάλλον καλά να ενσωματωθούν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ιδίως στις χώρες εκείνες που ακολουθούν εποικοδομητικές πολιτικές στο ζήτημα της ενσωμάτωσης των μεταναστών".
Πηγή: ΑΜΠΕ