Το θέμα της εκλογής του νέου προέδρου της Δημοκρατίας αναμένεται να κυριαρχήσει, τις επόμενες ημέρες, στο πολιτικό σκηνικό της Ιταλίας, από την στιγμή, μάλιστα, που συνδέεται άμεσα και με τις προσπάθειες συγκρότησης νέας κυβέρνησης.
“Η πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή του νέου προέδρου της Δημοκρατίας θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί στις 18 Απριλίου”, αναφέρεται σε ανακοίνωση που εκδόθηκε από τη βουλή της Ρώμης.
Τα ονόματα που κυκλοφορούν ως τώρα είναι αυτά του Ρομάνο Πρόντι (ως υποψήφιου όμως μόνο της κεντροαριστεράς), του σοσιαλιστή πρώην πρωθυπουργού Τζουλιάνο Αμάτο και της Έμμας Μπονίνο, ιστορικού στελέχους των ριζοσπαστών.
Μέχρι αυτή την στιγμή όμως δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία, μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων για το διάδοχο του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο.
Οι πολιτικοί αναλυτές τονίζουν ότι, σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις της κεντροαριστεράς με την μπερλουσκονική παράταξη αποβούν άκαρπες, η προοδευτική συμμαχία, από την τέταρτη ψηφοφορία, θα μπορούσε να επιλέξει έναν δικό της υποψήφιο βασιζόμενη στην στήριξη του μετριοπαθούς κέντρου του Μάριο Μόντι, ή μέρους των βουλευτών και γερουσιαστών του Μπέπε Γκρίλο.
Από την μεριά του ο “Καβαλιέρε” έχει αναφέρει το όνομα του συντηρητικού πρώην προέδρου της γερουσίας Μαρτσέλλο Πέρα ενώ, σύμφωνα με κάποιους σχολιαστές, ο Μπερλοσυκόνι θα ήταν διατεθειμένος να υποστηρίξει ακόμη και μια υποψηφιότητα του Μάσιμο Ντ΄Αλέμα, ζητώντας, όμως, σαφείς και συγκεκριμένες “εγγυήσεις”, ότι οι δικαστικές του υποθέσεις δεν πρόκειται να θέσουν τέλος στην πολιτική του σταδιοδρομία
“Για να στηρίξει μια δική μας κυβερνητική ομάδα, ο Μπερλουσκόνι ήθελε να επιβάλει δικό του πρόεδρο”, δήλωσε χθες ο προοδευτικός Πιερλουίτζι Μπερσάνι.
Ο Ιταλός πρόεδρος εκλέγεται από κοινού από τους 630 βουλευτές και 315 γερουσιαστές του ιταλικού κοινοβουλίου. Κατά τις πρώτες τρεις ψηφοφορίες είναι αναγκαία η πλειοψηφία των δυο τρίτων, από την τέταρτη ψηφοφορία και πέρα, αρκεί το 50% συν μια ψήφος.
Όλα δείχνουν πάντως ότι ο διάδοχος του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο θα πρέπει να υποδείξει την τελική διέξοδο από την πολιτική κρίση, αναθέτοντας νέα εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή αποφασίζοντας ότι η χώρα πρέπει να πάει και πάλι σε εκλογική αναμέτρηση.