Αιφνίδια αυλαία ρίχνει ο Πάπας Βενέδικτος ο ΙΣΤ' με την ανακοίνωση της επερχόμενης παραίτησης του που άφησε όλο τον κόσμο με το στόμα ανοικτό.
Η... μπαρουτοκαπνισμένη 8ετής θητεία του στην κεφαλή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σημαδεύτηκε από σκάνδαλα και... γκρίζα σημεία.
Οι σοκαριστικές αποκαλύψεις για την επί δεκαετίες σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και νέων σε καθολικά ιδρύματα και σχολεία πολλών ευρωπαϊκών χωρών, κυρίως στην Ιρλανδία, αλλά και στην Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία, τις ΗΠΑ και την Βραζιλία, συγκλόνισαν τους πιστούς το 2009-2010.
Ο Ποντίφικας μπορεί να ζήτησε συγγνώμη από τα θύματα στην Ιρλανδία, αλλά δεν κατόρθωσε να μείνει εκτός του σκανδάλου.
Η παράδοξη ομερτά που προστάτευε τους ενόχους, τον έφερε σε πολύ δύσκολη θέση, εφόσον καταγγέλθηκε και ο ίδιος για συγκάλυψη παιδεραστών ιερέων.
Μεταξύ άλλων κατηγορήθηκε ότι την εποχή που ήταν αρχιεπίσκοπος στο Μόναχο (1977-81) δεν εμπόδισε την μεταφορά σε ενορία της πόλης, ενός παιδεραστή ιερέα που επρόκειτο να ενταχθεί σε θεραπευτικό πρόγραμμα. Την ευθύνη για την μεταφορά ανέλαβε ο τότε βοηθός του Βενέδικτου.
Το τελευταίο πλήγμα στο σχετικά σύντομο διάστημα κατά το οποίο ήταν Πάπας, είναι η υπεξαίρεση και διαρροή εμπιστευτικών εγγράφων του ποντίφικα από τον οικονόμο του Πάολο Γκαμπριέλε.
Ο πρώην ιπποκόμος του προκαθήμενου της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας είχε καταδικασθεί στις 6 Οκτωβρίου σε 18 μήνες φυλάκισης για κλοπή χιλιάδων προσωπικών απόρρητων εγγράφων του Γερμανού Ποντίφικα.
Σύμφωνα με τα όσα προέκυψαν από τη δίκη, ο Γκαμπριέλε είχε στην κατοχή του και φωτοτυπίες ιατρικών εξετάσεων του πάπα, όπως επίσης και κωδικοποιημένα, άκρως απόρρητα, κείμενα της διπλωματίας της Αγίας Έδρας.
Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, ο Πάολο Γκαμπριέλε βρέθηκε αναμεμειγμένος σε εσωτερικές αντιπαλότητες και εχθρότητες στο εσωτερικό του Βατικανού.
Ο Γερμανός καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ είχε αναλάβει καθήκοντα τον Απρίλιο του 2005, σε ηλικία 78 ετών, διαδεχόμενος τον Πάπα Ιωάννη Παύλο ΙΙ. Ήταν ο δεύτερος γηραιότερος Ποντίφηκας την ημέρα της εκλογής του μετά τον Κλήμη ΙΒ το 1730.
Απόφοιτος της Θεολογικής Ακαδημίας έγινε αρχιεπίσκοπος του Μονάχου το 1977 και τέσσερα χρόνια αργότερα έφτασε στη Ρώμη και διορίστηκε επικεφαλής του υπουργείου Θεολογίας του Βατικανού, γνωστό ως η Επιτροπή για το δόγμα και την πίστη, θέση που διατηρεί έως σήμερα.
Ως επικεφαλής της Συνέλευσης για το Δόγμα της Πίστης (CDF, η διάδοχη κατάσταση της Ιεράς Εξέτασης) πήρε μέτρα κατά της φιλελεύθερης θεολογίας στη Λατινική Αμερική και κατήγγειλε τη σεξουαλική απελευθέρωση στη Δύση.