Δύο οι πιο πιθανές επιλογές για το μέλλον
Σήμερα, 15 Μαρτίου, η Ολλανδία εγκαινιάζει μια σειρά κρίσιμων εθνικών εκλογών στην Ευρώπη. Οι Ολλανδοί πρέπει να εκλέξουν τη νέα τους Βουλή. Λίγους μήνες αργότερα θα ακολουθήσουν Γαλλία και Γερμανία. Επομένως οι σημερινές εκλογές στην πάλαι ποτέ Βαταβική Δημοκρατία ( δημοκρατία που περιελάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα των τωρινών εδαφών της Ολλανδίας) θεωρούνται κρίσιμες όχι μόνο για την Ολλανδία, αλλά και για την υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία τον τελευταίο διάστημα βρίσκεται σε μία δίνη λαϊκισμού, μετά και το Brexit αλλά και τα όσα προκύπτουν από την εκλογή Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα περισσότερο που η προεκλογική ατζέντα του ακροδεξιού υποψηφίου Γκέερτ Βίλντερς, με θέματα όπως η απόρριψη του Ισλάμ, η μετανάστευση και η έξοδος της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, κατελάμβαναν μέχρι την τελευταία στιγμή ένα μεγάλο τμήμα της προεκλογικής συζήτησης.
• Ένα αναλογικό σύστημα με ιδιαιτερότητες:
Οι 150 ολλανδοί βουλευτές εκλέγονται κάθε τέσσερα χρόνια με το σύστημα της απλής αναλογικής. Το σύστημα αυτό έχει πολλές ιδιαιτερότητες:
- Υπάρχει μόνο μία εκλογική περιφέρεια: η χώρα. Οι βουλευτές εκλέγονται σε εθνικό επίπεδο.
- Το όριο θεωρητικά για την εξασφάλιση μίας έδρας είναι εξαιρετικά χαμηλό: ένα ποσοστό 0,67% είναι αρκετό για να εκπροσωπηθεί κάποιος στη Βουλή, γεγονός που ανοίγει την πόρτα σε πολλά κόμματα.
- Παρά το αναλογικό σύστημα οι ψηφοφόροι έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν ποιον βουλευτή θα ψηφίσουν. Κάθε κόμμα προτείνει μία λίστα υποψηφίων. Κατά κανόνα, πρώτος στη λίστα είναι ο ηγέτης του εκάστοτε κόμματος, ενώ τελευταίος είναι συνήθως κάποιος που επιθυμεί να στηρίξει συμβολικά το κόμμα. Ο ψηφοφόρος σημειώνει το όνομα του βουλευτή που θέλει να εκλεγεί στο φυλλάδιο του κόμματος. Μετά το πέρας της εκλογικής διαδικασίας, οι βουλευτές εκλέγονται με βάση τα αποτελέσματα που απέσπασε το κόμμα τους και τη θέση που κατέχει ο βουλευτής στη λίστα. Ωστόσο, εάν ένας υποψήφιος που βρίσκεται χαμηλά στο ψηφοδέλτιο πάρει πολλούς ψήφους, τότε μπορεί να κερδίσει στη θέση κάποιου άλλου βουλευτή που βρισκόταν σε καλύτερη θέση στο ψηφοδέλτιο.
• Μια προαναγγελθείσα μονομαχία
Στις εν εξελίξει ολλανδικές εκλογές κατέρχονται 28 πολιτικά κόμματα. Σύμφωνα με τις τελευταίες τάσεις, μόνο δώδεκα από αυτά ενδέχεται να μπουν στην ολλανδική βουλή. Το «παιχνίδι» όμως παίζεται μεταξύ του ακροδεξιού ηγέτη Γκέερτ Βίλντερς του Κόμματος της Ελευθερίας (PVV) και του φιλελεύθερου πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε του VVD (Κόμμα του Λαού για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία). Οι δημοσκοπήσεις δίνουν ένα μικρό προβάδισμα στον τελευταίο ο οποίος επιδιώκει μία τρίτη θητεία και παρουσιάζεται ως η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική λύση απέναντι στον Βίλντερς. Εάν ο Ρούτε κερδίσει τις εκλογές, θα είναι αποτέλεσμα μίας έντονης στροφής προς τα δεξιά της εκστρατείας του κατά τις τελευταίες εβδομάδες. Μίας στροφής στην οποία δεν κατέφυγε μόνο ο Ρούτε, αλλά και πολλά άλλα ολλανδικά κόμματα τα οποία στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ανήγαγαν σε πρωτεύον θέμα τις «ολλανδικές αξίες». Οσον αφορά την αριστερά, αυτή βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.
Τα μικρά κόμματα, κάθε άλλο παρά ασήμαντα, μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση αυξάνουν την εκλογική τους βάση. Πριν από τριάντα χρόνια οι πιο μεγάλοι σχηματισμοί μοιράζονταν περίπου το 80% των ψήφων. Σήμερα δεν συγκεντρώνουν παρά το 30%. Η συνέπεια αυτού του κατακερματισμού του εκλογικού σώματος είναι ότι γίνεται όλο και πιό δύσκολο να σχηματισθεί συνασπισμός.
• Ενας απαραίτητος συνασπισμός
Μετά τις εκλογές, οι 150 εκλεγμένοι βουλευτές θα συναντηθούν στις 23 Μαρτίου. Πρώτο τους μέλημα είναι να ορίσουν έναν «διερευνητή» του οποίου η αποστολή είναι να διερευνήσει τα κόμματα και τους ηγέτες τους για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Αυτό κρίνεται απολύτως απαραίτητο καθώς κανένα κόμμα δεν μπορεί να αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία των 76 βουλευτών. Μόλις «σχηματισθεί» ο εν δυνάμει συνασπισμός, ο διερευνητής ορίζει έναν εντολοδόχο, συνήθως τον ηγέτη του κόμματος εκείνου που έχει αποσπάσει τις περισσότερες ψήφους. Συνολικά οι διαπραγματεύσεις αυτές μπορεί να διαρκέσουν εβδομάδες ή μήνες, έως ότου διορισθεί επίσημα η κυβέρνηση.
• Η περίπτωση Γκέερτ Βίλντερς
Ο Γκέερτ Βίλντερς προέρχεται από την παραδοσιακή δεξιά του κυβερνώντος «Κόμματος του Λαού για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία», που είναι και ο κύριος αντίπαλός του. Ο Βίλντερς ίδρυσε το κόμμα του το 2006 μαζεύοντας ουσιαστικά τις ψήφους του Πιμ Φόρτουιν, του ακροδεξιού πολιτικού που δολοφονήθηκε το 2002. Εκτοτε αποσπά ποσοστά από 10 έως και 15%. Το κόμμα του Βίλντερς δεν είναι ένα παραδοσιακό πολιτικό σχήμα, αλλά ένα εντελώς προσωποπαγές κόμμα, γεγονός που μειώνει δραστικά τον κίνδυνο εσωτερικών διαφωνιών.
Καθ'όλη τη διάρκεια σχεδόν της προεκλογικής εκστρατείας ο ηγέτης της ακροδεξιάς «οδηγούσε για καιρό την κούρσα» στις δημοσκοπήσεις. Κατάφερε να φέρει τα θέματα της εκστρατείας του στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης υποσχόμενος μεταξύ άλλων, οτι θα απαγορεύσει το Κοράνι, θα κλείσει τα τζαμιά, θα βγάλει την Ολλανδία από την Ευρωπαϊκή Ενωση και οτι θα απαγορέψει την είσοδο στην χώρα μουσουλμάνων πολιτών. Το καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα που πέτυχε το κόμμα του ήταν στις βουλευτικές εκλογές του 2010, με ποσοστό 15,5% ενώ στις ευρωεκλογές του 2009 πήρε 17,29% των ψήφων. Ωστόσο θεωρείται απίθανο να γίνει πρωθυπουργός της χώρας: ήδη πολλά κόμματα έχουν ανακοινώσει οτι δεν θα συνεργασθούν μαζί του για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Συνεπώς δύο πιθανές επιλογές διαγράφονται για το μέλλον:
- Το κόμμα του Βίλντερς ( PPV) θα μπορούσε, όπως και το 2010, να στηρίξει μία κυβέρνηση χωρίς όμως να συμμετάσχει.
- Το PPV, αν και πολώνει μια σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος, θα μπορούσε να περιοριστεί στον ρόλο της μάχιμης αντιπολίτευσης, όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία.