Ο σεισμός του Brexit και οι αναταράξεις του
Πίσω από την βιτρίνα της ενότητας, ο σεισμός του Brexit έφερε και πάλι στην επιφάνεια τη σύγκρουση στην Ευρώπη ανάμεσα στους υποστηρικτές ενός φεντεραλιστικού άλματος στην Ευρωπαϊκή Ενωση και όσους τάσσονται υπέρ μία παύσης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέχρι και την επιστροφή ορισμένων αρμοδιοτήτων στα κράτη μέλη.
Οι γραμμές της αντιπαράθεσης είναι πολλαπλές. Στο στρατόπεδο των φεντεραλιστών, της γραμμής «περισσότερη Ευρώπη», παρατάσσονται οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Γαλλία, και οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι θέλουν να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία για να κατευθύνουν την Ευρώπη προς τον περιορισμό της δημοσιονομικής λιτότητας. Στο άλλο στρατόπεδο, αυτό του «λιγότερη Ευρώπη» συναντώνται η καγκελάριος της Γερμανίας Αγγελα Μέρκελ, το πλήθος των ευρωπαίων συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων και οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
«Ολοι οι ευρωπαίοι ηγέτες συμφωνούν ότι χρειάζονται νέες ιδέες για να ανακοπεί η λαϊκιστική τάση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αλλά το θέμα είναι ποιος θα αναλάβει τα ηνία; Σε αυτό το σημείο συγκλίνουν οι διχογνωμίες», λέει η Ρόζα Μπάλφουρ, αναλύτρια του German Marshall Fund.
Μία ευρωπαϊκή κυβέρνηση
Οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στις Βρυξέλλες πιέζουν για ένα φεντεραλιστικό άλμα, όπως ο πρόεδρος του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, που προτείνει την μετατροπή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε «μία πραγματική ευρωπαϊκή κυβέρνηση».
Μαζί με τον ηγέτη των γερμανών σοσιαλδημοκρατών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, απηύθυνε έκκληση για «επανίδρυση». Οι υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας και της Γαλλίας Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ και Ζαν-Μαρκ Ερό, όλοι σοσιαλδημοκράτες, ζητούν μία «πολιτική ένωση» από τη στιγμή που ένας περιορισμένος αριθμός χωρών οδεύει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Συγκεκριμένα, η Γαλλία κι η Ιταλία ζητούν περισσότερη ευελιξία στην εφαρμογή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας για να ευνοηθεί η οικονομική ανάπτυξη και η απασχόληση και ονειρεύονται μεγάλα επενδυτικά σχέδια.
Ομως στη Γερμανία, το ειδικό βάρος της οποίας στην Ευρώπη αναμένεται να αυξηθεί με την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου, η Αγγελα Μέρκελ και το συντηρητικό της κόμμα, η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU), αντιμετωπίζουν με τη μεγαλύτερη καχυποψία τις ιδέες αυτές.
«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για μεγάλα οράματα» προειδοποίησε ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μεγάλος υποστηρικτής , ωστόσο, του σχεδίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. «Επί της αρχής, είμαι υπέρ της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή...απέναντι σε μία δημαγωγία και ευρωσκεπτικισμό που ολοένα και επεκτείνονται», προειδοποίησε.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Αγγελα Μέρκελ επιμένει σε μία «αποτελεσματικότερη και ανταγωνιστικότερη Ευρώπη».
Πολλοί από τους υπαρχηγούς της ζητούν την επιστροφή ορισμένων αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης στα κράτη μέλη, συντασσόμενοι με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, τα κράτη της σοβιετικής ζώνης επιρροής, για τα οποία το ευρωπαϊκό σχέδιο και ο φεντεραλισμός είναι άγνωστες έννοιες και διόλου επιθυμητές επιλογές.
«Τη στιγμή που όλοι διαφημίζουν στη βιτρίνα σύγκλιση απόψεων, στους διαδρόμους έχει ξεσπάσει πόλεμος με θέμα την κατεύθυνση που θα πάρει η ήπειρος», σύμφωνα με την Die Zeit.
«Το γαλλικό στρατόπεδο, υποστηριζόμενο από την Ιταλία, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μεγάλο μέρος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού στρατοπέδου, θέλει να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για την αναδιαμόρφωση της ευρωζώνης σε μία ομοσπονδία κρατών στο εσωτερικό της οποίας θα μεταφερθούν πολλά χρήματα», γράφει η γερμανική εφημερίδα, γεγονός που αποτελεί casus belli για την γερμανική δεξιά και τις χώρες της βόρειας Ευρώπης.
«Υπάρχει νευρικότητα ανάμεσα στον Ολάντ και τη Μέρκελ. Μεταξύ τους δεν αποκαταστάθηκε ποτέ η εμπιστοσύνη», θεωρεί ο Ζαν-Ντομινίκ Τζουλιανί, πρόεδρος του ιδρύματος Schumann.
Η θέση της καγκελαρίου της Γερμανίας απέναντι στα δύο στρατόπεδα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη δεδομένου ότι το ρήγμα ανάμεσά τους διαπερνά και κατατέμνει τον κυβερνητικό συνασπισμό του οποίου ηγείται (CDU/CSU/SPD). Εναν σχεδόν χρόνο πριν από τις βουλευτικές εκλογές, το Brexit έχει μετατραπεί σε παράγοντα της εσωτερικής πολιτικής και το θέμα της επιτρέπει να επανορθώσει τη σχέση της με τη δεξιά πτέρυγα της πολιτικής της οικογένειας, την CSU, μετά το ρήγμα που προκάλεσε η πολιτική ανοίγματος που η Μέρκελ υιοθέτησε αρχικά απέναντι στους πρόσφυγες.
Τελικά, τι θα βγει για την Ευρώπη από όλες αυτές τις συζητήσεις; Σε ένδειξη της διστακτικότητας που επικρατεί, οι ευρωπαίοι ηγέτες ανέβαλαν για το φθινόπωρο κάθε απόφαση για την πολιτική στο τομέα της ασφάλειας και της απασχόλησης.
«Δεν υπάρχει καμία πραγματική ιδέα στο τραπέζι, φοβάμαι ότι δεν θα συμβεί τίποτε», λέει ο Ζαν-Ντομινίκ Τζουλιανί.