Ένας από τους βασικότερους παράγοντες υπογεννητικότητας είναι η... εργασία των υποψήφιων μητέρων. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει νέα μελέτη του γερμανικού ομοσπονδιακού ινστιτούτου δημογραφικών ερευνών.
Όπως δείχνει η μελέτη, η αρνητική εικόνα για τις εργαζόμενες μητέρες, στη Γερμανία, αποτελεί μια από τις αιτίες για την υπογεννητικότητα, καθώς οι γυναίκες αυτές προτιμούν να μην φέρουν στον κόσμο παιδιά, αντί του να χαρακτηρίζονται αναξιοπρεπείς από την κοινωνία.
Η έρευνα φέρει τον τίτλο "(Δε) Θέλετε Παιδιά;" και αναφέρει ότι ο στατιστικός μέσος όρος γεννήσεων στην μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης είναι 1,4 παιδί ανά γυναίκα, από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη. Η μελέτη τονίζει ότι το φαινόμενο αυτό δεν άπτεται μόνον πρακτικών αιτιών, όπως είναι η έλλειψη βρεφονηπιακών σταθμών.
"Επικρατεί η αντίληψη ότι τα τρία πρώτα έτη της ζωής του το παιδί δεν μπορεί να εγκαταλείπεται σε έναν παιδικό σταθμό, απλά επειδή η μητέρα του είναι εργαζόμενη" εξηγεί η ίδια μελέτη.
"Η επιλογή κάθε άλλου δρόμου οδηγεί τη γυναίκα να γίνει γρήγορα αναξιοπρεπής μητέρα, τουλάχιστον εντός της πρώην Ομοσπονδιακής Γερμανίας" επισημαίνεται επίσης, ενώ περαιτέρω παρατίθενται οι διαφορές με ό,τι ισχύει στην πρώην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, όπου η εργαζόμενη μητέρα αντιμετωπίζεται πιο ευνοϊκά από την κοινωνία και οι βρεφονηπιακοί σταθμοί περισσότεροι.
"Γενικώς όμως στη Γερμανία η εργασία της μητέρας ισοδυναμεί με μείωση του ευ ζην για το παιδί της, δεδομένου ότι προκειμένου περί της ανατροφής των τέκνων η κοινωνία δεν αποδίδει τον ίδιο σπουδαίο ρόλο και στον πατέρα", τονίζεται.
"Σε ένα τέτοιο δίλημμα, κατά το οποίο ούτε το παραδοσιακό υπόδειγμα της νοικοκυράς ισχύει, ούτε όμως το υπόδειγμα της εργαζόμενης μητέρας, η προκρινόμενη (. . .) απάντηση είναι: όχι παιδί", τονίζεται επίσης. Νόμος που ίσχυσε απ το 2008, περιέλαβε διάταξη που θα ισχύσει απ τον Αύγουστο 2013, κατά τον οποία καθένας απ τους γονείς τέκνου μικρότερου των τριών ετών έχει εξασφαλισμένη θέση γι' αυτό σε κρατικό βρεφονηπιακό σταθμό.