Οι αποκαλύψεις της WADA περί κρατικής και εκτεταμένης προώθησης αναβολικών σε Ρώσους αθλητές, προκαλούν θυελλώδεις αντιδράσεις. Ήδη ανεστάλη η λειτουργία του, μέχρι πρότινος εγκεκριμένου από την WADA, εργαστηρίου αντιντόπινγκ στη Μόσχα (φωτ), η οποία εξακολουθεί να αρνείται τις κατηγορίες.
Ρώσοι αξιωματούχοι κάνουν λόγο για αβάσιμες κατηγορίες χωρίς αποδείξεις και θεωρούν ότι πρόκειται για μια υπόθεση πολιτικά υποκινούμενη και γίνεται αντιληπτή ως μια άλλη μορφή των κυρώσεων που έχουν υποβληθεί σε βάρος της χώρας από τη Δύση.
Το διακύβευμα για την Ρωσία είναι μεγάλο καθώς οι Ρώσοι αθλητές κινδυνεύουν με αποκλεισμό από τις διεθνείς διοργανώσεις και κυρίως από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο το 2016.
Για πρωτη φορά από τότε που ξέσπασε το σκάνδαλο - εδώ και μία εβδομάδα - ο Βλαντιμίρ Πούτιν διέταξε έρευνα για τους ισχυρισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Αντι - Ντόπινγκ και δήλωσε ότι αν βρεθούν ντοπαρισμένοι αθλητές, θα πρέπει να τιμωρηθούν μεμονωμένα, όχι συλλογικά.
"Οι αθλητές που δεν ντοπάρονται - και δεν πρέπει ποτέ να το κάνουν - δεν πρέπει να λογοδοτήσουν για όσους παραβιάζουν τους κανόνες" είπε ο Ρώσος πρόεδρος. " Αν διαπιστώσουμε ότι κάποιος έχει παραβιάσει τους κανόνες κατά του ντόπινγκ, τότε η ευθύνη πρέπει να είναι εξατομικευμένη" τόνισε ο Πούτιν, ο οποίος πρόσθεσε ακόμη ότι θέλει "επαγγελματική συνεργασία" με τους οργανισμούς αντι- ντόπινγκ.
Η έκθεση
Πριν λίγες ημέρες, η Παγκόσμια Υπηρεσία Αντιντόπινγκ δημοσιοποίησε το πόρισμά της για το σκάνδαλο ντόπινγκ στη Ρωσία, με τον πρόεδρο της ανεξάρτητης επιτροπής της WADA, Ντικ Πάουντ, να δηλώνει πως η Ρωσία είναι μόνο «η κορυφή του παγόβουνου».
Η έκθεση – πόρισμα των 323 σελίδων, περιλαμβάνει ανατριχιαστικά στοιχεία, όπως την παρουσία πρακτόρων της ρωσικής υπηρεσίας ασφαλείας (FSB, πρώην KGB) στα εργαστήρια αντιντόπινγκ της Μόσχας αλλά και του Σότσι στη διάρκεια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2014.
Σύμφωνα με την WADA, βρέθηκαν αποδείξεις συγκάλυψης, δωροδοκίας και εκφοβισμού, ώστε να μην διαρρέουν θετικά δείγματα Ρώσων αθλητών.
Οι πρόεδροι της ρωσικής ομοσπονδίας στίβου και της υπηρεσίας αντιντόπινγκ δέχονταν χρήματα από αθλητές για να συγκαλύπτουν τα θετικά δείγματα.