Αν θα ξεκινήσουν το νομικό μαραθώνιο που απαιτείται για να απαγορευτεί συνταγματικά το νεοναζιστικό κόμμα της Γερμανίας, NPD, θα αποφασίσουν οι υπουργοί Εσωτερικών των ομόσπονδων κρατιδίων της Γερμανίας. Ανάλογη απόπειρα, πάντως, στο παρελθόν είχε καταλήξει σε αποτυχία. Ενώ ενόψει εκλογών πολλοί είναι αυτοί που λένε ότι κάτι τέτοιο θα χαρίσει δημοσιότητα και ψήφους στο NPD.
Την Τετάρτη, οι υπουργοί Εσωτερικών των γερμανικών κρατιδίων θα αποφανθούν για την κίνηση αυτή και την Πέμπτη οι πρωθυπουργοί των κρατιδίων θα αποφασίσουν εάν θα προχωρήσουν ή όχι στη διαδικασία αυτή ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης, του μόνου αρμοδίου να αποφασίσει εάν το NPD πρέπει να τεθεί εκτός νόμου.
Στην τακτική συνέντευξη Τύπου, ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης Στέφεν Ζάιμπερτ φάνηκε συγκρατημένος:" Μια τέτοια διαδικασία έχει πιθανότητες να επιτύχει, ωστόσο παρουσιάζει και κινδύνους".
"Το αίτημα πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένο, γιατί, σύμφωνα με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, δεν πρέπει να υπάρξει δεύτερη αποτυχία στο Συνταγματικό Δικαστήριο", τόνισε ο Ζάιμπερτ.
Το 2003, μια πρώτη απόπειρα απέτυχε, καθώς το Δικαστήριο έκρινε ότι η διείδυση πρακτόρων της εθνικής υπηρεσίας Πληροφοριών στα ηγετικά όργανα του κόμματος αποτέλεσε πρόσκομμα για να αποφανθεί για την υπόθεση.
Το θέμα της απαγόρευσης του NPD ανακινήθηκε μετά την ανακάλυψη το 2011 μια ακροδεξιάς εγκληματικής οργάνωσης, της Εθνικοσοσιαλιστικής Παρανομίας (NSU). Μέλη της οργάνωσης αυτής που πρόσκεινται στο NPD, κατηγορούνται για τη δολοφονία δέκα μεταναστών, στην πλειοψηφία τους Τούρκων, στο διάστημα από το 2000 ως το 2006.
Ο πρόεδρος της συνέλευσης των υπουργών Εσωτερικών Λόρεντς Καφίρ, εκτιμά ότι η πλειοψηφία των υπουργών Εσωτερικών των κρατιδίων θα ζητήσει την έναρξη της διαδικασίας.
"Το υλικό που έχουμε συγκεντρώσει είναι κατά τη γνώμη μου αρκετό για να αποδείξει την επιθετική στάση του NPD", δήλωσε σε τοπική εφημερίδα.
'Ομως υπάρχουν δισταγμοί. Ο εκπρόσωπος της κοινοβουλευτικής ομάδας της CDU (Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης) Χανς-Πέτερ Ουλ θεωρεί για παράδειγμα την κίνηση αυτή "νομικά επικίνδυνη και πολιτικά ανώφελη".
Ο φόβος είναι ότι "μια αποτυχία θα αποβεί σε όφελος του NPD, το οποίο θα εκμεταλλευτεί το αποτέλεσμα για λόγους προπαγάνδας", εξηγεί ο Γκιντεόν Μποτς, πολιτειολόγος και συγγραφέας του βιβλίου "Η ακροδεξιά στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από το 1949 ως σήμερα".
Ο φόβος αυτός αναζωπυρώθηκε ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Φθινοπώρου του 2013.
Το NPD υφίσταται από το 1964 και στις εκλογές του 2009 έλαβε το 1,5% των ψήφων. Ποτέ δεν εισήλθε στην Μπούντεσταγκ, καθώς για την είσοδο ενός κόμματος στην Κάτω Βουλή απαιτείται ποσοστό 5%.
"Μια απαγόρευση είναι φανερό ότι δε θα σημάνει το τέλος της γερμανικής ακροδεξιάς, ωστόσο θα είναι ένα σοβαρό πλήγμα γι΄ αυτήν, γιατί, για παράδειγμα, θα τής στερήσει πόρους από τη χρηματοδότηση της προεκλογικής της εκστρατείας", δήλωσε ο Μποτς.
"Επιπλέον η απαγόρευση ενός κόμματος έχει πάντα ως αποτέλεσμα τη διαρροή ορισμένων εκ των μελών του", πρόσθεσε.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο, το 77% των Γερμανών επιθυμεί την απαγόρευση του NPD, παρόλο που το 75% θεωρεί ότι αυτό δεν αρκεί για να πληγεί η ακροδεξιά.
Στη διάρκεια της ιστορίας της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έθεσε εκτός νόμου δυο κόμματα: το ακροδεξιό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ράιχ (SRP), το 1952 και το σταλινικό KPD, το 1956.
Οι διαδικασίες αυτές βασίζονται πάντα στο άρθρο 21.1 του γερμανικού Συντάγματος, που προβλέπει ότι είναι αντισυνταγματικά τα κόμματα που ως στόχο έχουν "να πλήξουν τη φιλελεύθερη και δημοκρατική συνταγματική τάξη".