Ο Γερμανός συγγραφέας και ποιητής Γκίντερ Γκρας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1999, πέθανε σήμερα σε ηλικία 87 ετών, ανακοίνωσε το ίδρυμα που φέρει το όνομά του.
Ο συγγραφέας του "Τενεκεδένιου Ταμπούρλου" γεννήθηκε στην Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ (το σημερινό Γκντασκ της Πολωνίας) το 1927 και πολλά από τα έργα του διαδραματίζονταν στην πόλη αυτή.
Για πολλούς, ο Γκρας ήταν η φωνή της μεταπολεμικής γενιάς της Γερμανίας που έφερε το βάρος της ενοχής των προγόνων της για τις ακρότητες που διέπραξαν οι Ναζί στην Ευρώπη, όμως το 2005 ξάφνιασε πολλούς όταν αποκάλυψε πως κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχε ενταχθεί στον ναζιστικό στρατό.
Οι περισσότεροι γνωρίζουν τον Γκίντερ Γκρας από το “Τενεκεδένιο Ταμπούρλο”, που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1979 από τον Φόλκερ Σλέντορφ, και αποτελεί το πρώτο μέρος της λεγόμενης “τριλογίας του Ντάντσιχ”, μαζί με τη νουβέλα “Γάτα και Ποντίκι” (1961) και το μυθιστόρημα “Σκυλίσια Μέρα” (1963). Πιο πρόσφατα, ο Γκρας είχε ξεχωρίσει για το “Ο Αιώνας Μου” (1999) και το “Σαν τον Κάβουρα” (2002), ενώ το 2012 έγραψε ένα ποίημα με τίτλο “Η Ντροπή της Ευρώπης”, το οποίο είχε δημοσιευθεί στην Sueddeutsche Zeitung και επέκρινε έντονα τη στάση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στην Ελλάδα:
Στο χάος κοντά, γιατί δεν συμμορφώθηκε στις αγορές· κι Εσύ μακριά από τη Χώρα, που Σου χάρισε το λίκνο.
Όσα Εσύ με την ψυχή ζήτησες και νόμισες πως βρήκες, τώρα θα καταλυθούν, και θα εκτιμηθούν σαν σκουριασμένα παλιοσίδερα.
Σαν οφειλέτης διαπομπευμένος και γυμνός, υποφέρει μια Χώρα· κι Εσύ, αντί για το ευχαριστώ που της οφείλεις, προσφέρεις λόγια κενά.
Καταδικασμένη σε φτώχεια η Χώρα αυτή, που ο πλούτος της κοσμεί Μουσεία: η λεία που Εσύ φυλάττεις.
Αυτοί που με τη δύναμη των όπλων είχαν επιτεθεί στη Χώρα την ευλογημένη με νησιά, στον στρατιωτικό τους σάκο κουβαλούσαν τον Χέλντερλιν.
Ελάχιστα αποδεκτή Χώρα, όμως οι πραξικοπηματίες της, κάποτε, από Εσένα, ως σύμμαχοι έγιναν αποδεκτοί.
Χώρα χωρίς δικαιώματα, που η ισχυρογνώμονη εξουσία ολοένα και περισσότερο της σφίγγει το ζωνάρι.
Σ' Εσένα αντιστέκεται φορώντας μαύρα η Αντιγόνη, και σ' όλη τη Χώρα πένθος ντύνεται ο λαός, που Εσένα φιλοξένησε.
Όμως, έξω από τη Χώρα, του Κροίσου οι ακόλουθοι και οι όμοιοί του όλα όσα έχουν τη λάμψη του χρυσού στοιβάζουν στο δικό Σου θησαυροφυλάκιο.
Πιες επιτέλους, πιες! κραυγάζουν οι εγκάθετοι των Επιτρόπων· όμως ο Σωκράτης, με οργή Σου επιστρέφει το κύπελλο γεμάτο ώς επάνω.
Θα καταραστούν εν χορώ, ό,τι είναι δικό Σου οι θεοί, που τον Όλυμπό τους η δική Σου θέληση ζητάει ν' απαλλοτριώσει.
Στερημένη από πνεύμα, Εσύ θα φθαρείς χωρίς τη Χώρα, που το πνεύμα της, Εσένα, Ευρώπη, εδημιούργησε.