Περί τους 15.000 ξένοι τζιχαντιστές από 80 χώρες μετέβησαν τα τελευταία χρόνια στη Συρία και το Ιράκ για να πολεμήσουν στις τάξεις οργανώσεων όπως το Ισλαμικό Κράτος, "πρωτοφανής" αριθμός, προειδοποιεί έκθεση του ΟΗΕ την οποία επικαλείται σήμερα η εφημερίδα The Guardian.
Η έκθεση, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύονται στη βρετανική εφημερίδα, αποδίδει την αύξηση αυτή στην αποδυνάμωση της Αλ Κάιντα, υπογραμμίζοντας ότι ο "σκληρός πυρήνας" της εξτρεμιστικής οργάνωσης "παραμένει αδύνατος".
"Από το 2010", ο αριθμός των ξένων τζιχαντιστών που έχει παρουσία στο Ιράκ και τη Συρία είναι "αρκετά μεγαλύτερος από αυτόν των ξένων μαχητών που καταγράφηκε μεταξύ 1990 και 2010 και συνεχίζει να αυξάνεται", προσθέτει η έκθεση, η οποία συντάχθηκε από την αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΟΗΕ που παρακολουθεί τη δράση της Αλ Κάιντα, γράφει η εφημερίδα.
"Υπάρχουν παραδείγματα ξένων τρομοκρατών μαχητών που φθάνουν από τη Γαλλία, τη Ρωσία, τη Βρετανία" και συνολικά από 80 χώρες, εκ των οποίων ορισμένες "δεν γνώρισαν κατά το παρελθόν προβλήματα σε σχέση με την Αλ Κάιντα".
Το έγγραφο υπογραμμίζει ότι οι ενέργειες τζιχαντιστικών οργανώσεων κατά του ΙΚ επικεντρώνονται κυρίως στις χώρες στις οποίες αυτές αναπτύσσουν δράση: "Οι πραγματικές διαμεθοριακές επιθέσεις ή επιθέσεις κατά διεθνών στόχων παραμένουν περιορισμένες".
Η έκθεση επιμένει ωστόσο στον κίνδυνο που μπορεί να αντιπροσωπεύουν οι εν λόγω τζιχαντιστές μόλις επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους, μια απειλή που ώθησε χώρες όπως τη Βρετανία, τη Ρωσία ή τη Γαλλία, να λάβουν μέτρα που θα ενισχύσουν τον εντοπισμό τους και θα εμποδίσουν την αναχώρησή τους για το Ιράκ και τη Συρία.
Η επιτροπή του Συμβουλίου Ασφαλείας υπογραμμίζει επίσης, σύμφωνα με την εφημερίδα, την αποτελεσματικότητα των μεθόδων στρατολόγησης με "κοσμοπολιτικούς" όρους που χρησιμοποιεί η οργάνωση Ισλαμικό Κράτος που επωφελείται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκεί όπου ο δογματικός χαρακτήρας της επικοινωνίας της Αλ Κάιντα μπορεί να αποθαρρύνει τους υποψήφιους τζιχαντιστές.