Οι «virgjinesha» έχουν ορκιστεί να μην παντρευτούν και να μην έχουν ποτέ σεξουαλικές σχέσεις
«Οσοι με αγαπούν με φωνάζουν Σκουρτάν, όσοι θέλουν να με προσβάλουν λένε Σκούρτα», το θηλυκό του ονόματος: λέει η ογδοντάχρονη Αλβανή, μία από τις τελευταίες «ορκισμένες παρθένες», αυτές τις γυναίκες της Αλβανίας που επέλεξαν να ζουν σαν άνδρες και να θεωρούνται άνδρες.
Αυτές οι «virgjinesha» έχουν ορκιστεί να μην παντρευτούν και να μην έχουν ποτέ σεξουαλικές σχέσεις. Στα βουνά της βόρειας Αλβανίας, μπορεί να προέρχονται από οικογένειες που δεν έχουν αρσενικούς απογόνους. Ή απλώς να είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουν από έναν συμφωνημένο γάμο χωρίς να ατιμάσουν την οικογένειά τους.
Σε αντάλλαγμα, μπορούν να ζουν τη ζωή του άνδρα: να εργάζονται, να φωτογραφίζονται με άνδρες, να καπνίζουν, να πίνουν ρακί στα καφενεία, να φορούν παντελόνι, να βγαίνουν χωρίς να ντροπιάζουν το οικογενειακό τους περιβάλλον, να συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων της οικογένειας...
Και «να μην σερβίρουν το φαγητό στους άνδρες με κατεβασμένο το κεφάλι, πριν αποσυρθούν χωρίς να κοιτάξουν τους προσκεκλημένους», λέει η Ντιάνα Ρακίπι ή Λάλι, 62 ετών, η οποία κάθε μέρα πηγαίνει να εργασθεί σε ιχθυοπωλείο του Δυρραχίου για «να δώσει ένα χέρι».
Γραβάτα στον λαιμό και στρατιωτικό μπερέ, οι γροθιές της σιδερένιες, τα τσιγάρα συνεχή και η υπερηφάνειά της μεγάλη όταν ο φύλακας του λιμανιού την αποκαλεί «μεγάλο αρχηγό».
Η ελευθερία ήταν ταμπού
Στο χωριό της την Τροπόγια, στη βόρεια Αλβανία, η γέννηση της Σκούρτα και της δίδυμης αδελφής της το 1932, μετά τον θάνατο τριών αρσενικών παιδιών, θεωρήθηκε συμφορά.
Η αδελφή της ονομάζεται Σόσε (Σώσε, φτάνει), εξηγεί η Σκουρτάν Χασάνπαπατζ , που θυμάται την παιδική της ηλικία χωρίς σχολείο, αφιερωμένη στο κοπάδι των ζώων: «Ηθελα να βγω, αρνιόμουν να μείνω στα δωμάτια που προορίζονταν για τις γυναίκες , αποφάσισα να είμαι μαζί με τους άνδρες». Στα 16 της χρόνια, για να απορρίψει την πρόταση γάμου που της έκανε ένα αγόρι του χωριού, ο όρκος παρθενίας ήταν η μόνη επιλογή.
Η Λάλι, που γεννήθηκε επίσης στην περιοχή της Τροπόγια και έφτασε σε πολύ νεαρή ηλικία στο Δυρράχιο, δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους πήρε την απόφαση, αλλά αναφέρεται στην αγάπη της για το ποδόσφαιρο, στην εξεγερμένη της φύση και στην επιλογή της ελευθερίας: «Για μία γυναίκα, ήταν δύσκολο να συμμετάσχει στη ζωή...η ελευθερία ήταν ταμπού για τις γυναίκες».
Οπως και για τη Σκουρτάν, που «δεν νοιάζεται για παιδιά», το θέμα μίας ζωής χωρίς έρωτα και σεξουαλικές σχέσεις δεν την απασχολεί: «Είμαι ερωτευμένος με τη φύση, τον ήλιο, ζωγραφίζω. Υπάρχει μεγαλύτερος έρωτας από αυτόν;».
Οι «ορκισμένες παρθένες» της Αλβανίας απορρίπτουν κατηγορηματικά την ομοφυλοφιλία. «Δεν είναι ηθικό», λέει η Λάλι που δεν δέχεται ότι ο τρόπος της ζωής της υπαγορεύεται από έναν τέτοιο σεξουαλικό προσανατολισμό: «Δύο άνδρες, δύο γυναίκες να παντρεύονται, τα ύστερα του κόσμου!».
«Η κοινότητα»
Για τη βρετανίδα ανθρωπολόγο Αντόνια Γιουνγκ, συγγραφέα του «Albania sworn Virgins ( Οι ορκισμένες Παρθένες της Αλβανίας, Ed. Berg Publishers), το θέμα του σεξουαλικού προσανατολισμού είναι ανύπαρκτο.
Οι virgjinesha ζουν εντός του κόσμου των ανδρών, «βγαίνουν με τους άνδρες, πίνουν με τους άνδρες, ιδίως στα καφενεία», ακόμη και αν οι «ορκισμένες παρθένες» δεν έχουν ποτέ αναγνωρισθεί ως άνδρες στο ληξιαρχείο και αν η Σκουρτάν τελειώνει τις μέρες της στη γυναικεία πτέρυγα ενός γηροκομείου της Σκόδρα.
Υπό το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα, η Σκουρτάν ήταν επικεφαλής της τοπικής οργάνωσης του Κομμουνιστικού Κόμματος και διοικητής μίας «μπριγκάντας μιας πενηνταριάς χωρικών», χωρίς πρόβλημα επιβολής: «Ημουν σκληρός», λέει.
Η Λάλι, που δεν κρύβει τη νοσταλγία της για το κομμουνιστικό καθεστώς, «το οποίο τη θεωρούσε πάντα άνδρα», ήταν στρατιωτικός και δίδασκε στους φοιτητές πώς να συναρμολογούν ένα καλάσνικοφ, πριν ενταχθεί στην αστυνομία.
Η Λάλι, όπως και η Σκουρτάν, δηλώνουν ότι επέλεξαν τη ζωή τους. Κάθε μία από τις «ορκισμένες παρθένες» «έχει τους λόγους της, αλλά η απόφασή τους επηρεάσθηκε από την κοινωνική κατάσταση», λέει ωστόσο η Αντόνια Γιουνγκ.
Ολες συμφωνούσαν με τις παραδοσιακές αξίες. Η απόφασή τους ελήφθη «στο όνομα της κοινότητας και σε σχέση με την οικογενειακή τους κατάσταση. Δεν ήταν προσωπική επιλογή», εξηγεί η ερευνήτρια.
Η παράδοση σβήνει. Αν νεαρές γυναίκες συνεχίσουν να δίνουν ίσως ακόμη τον όρκο, η σημασία θα είναι διαφορετική, προβλέπει η Αντόνια Γιουνγκ: θα πρόκειται μάλλον για γυναίκες που επιδιώκουν μία πιο ελεύθερη ζωή, αλλά θα είναι μία προσωπική απόφαση και όχι μία απόφαση για το καλό της κοινότητας ή της οικογένειας.