Από το ανατολικό άκρο της Ευρώπης στα Βαλκάνια έως το δυτικό άκρο στην Ιρλανδία, οι Ευρωπαίοι αποτελούν κατά βάση μια μεγάλη οικογένεια, με βιολογικούς δεσμούς λόγω των κοινών προγόνων τους, οι οποίοι ζούσαν πριν μόλις χίλια χρόνια, σύμφωνα με μια νέα γενετική ανάλυση του DNA των Ευρωπαίων από όλη τη “γηραιά ήπειρο”.
Η μελέτη δείχνει ότι οι κάτοικοι της Ευρώπης συνδέονται στενότερα μεταξύ τους από ό,τι θεωρείτο έως τώρα, κάτι που έχει τη δική του σημασία για την “ανάγνωση” της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή εξέλιξης και οικολογίας Γκράχαμ Κουπ του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας- Ντέιβις και τον γενετιστή Πίτερ Ραλφ του πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας- Λος Αντζελες, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας "PLoS Biology", σύμφωνα με το "Nature", συνέκριναν γενετικό υλικό από περισσότερους από 2.200 Ευρωπαίους, οι οποίοι ανήκαν σε 40 διαφορετικούς πληθυσμούς.
Η γενετική μελέτη έδειξε ότι όσο σε μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους ζουν δύο πληθυσμοί (π.χ. Βρετανοί και Τούρκοι), τόσο ο βαθμός γενετικής συγγένειάς τους τείνει να είναι μικρότερος. Όμως, ακόμα και δύο άνθρωποι που ζουν στα δύο άκρα της ευρωπαϊκής ηπείρου, συνδέονται από γενετική άποψη μέσω των σχέσεων των προγόνων τους στο παρελθόν.
“Η βασική εικόνα είναι ότι όλοι (οι Ευρωπαίοι) σχετίζονται μεταξύ τους και οι διαφορές μεταξύ των περιοχών δεν είναι μεγάλες”, δήλωσε ο Γκράχαμ Κουπ. “ Σε γενεαλογικό επίπεδο, ο καθένας στην Ευρώπη έχει σχεδόν τους ίδιους προγόνους μόλις πριν από χίλια χρόνια”, πρόσθεσε.
Η μάλλον απρόσμενη αυτή γενετική συγγένεια είχε προβλεφθεί θεωρητικά πριν από μια δεκαετία και τώρα επιβεβαιώνεται από τη μελέτη των δειγμάτων του DNA, η οποία έφθασε σε βάθος έως 3.000 ετών. Όπως εκτιμούν οι ερευνητές, μια ανάλογη στενή συγγένεια πιθανότατα υπάρχει και σε άλλες ηπείρους του πλανήτη.
Επειδή ο αριθμός των προγόνων διπλασιάζεται με κάθε γενιά, η πιθανότητα να έχει κανείς κοινό DNA με πιο μακρινούς συγγενείς, μειώνεται γρήγορα. Όμως σε μεγάλα δείγματα πληθυσμού, μπορεί να ανιχνευθεί η γενετική συγγένεια.
Σε κάθε περίπτωση, ο Γκράχαμ Κουπ και οι συνεργάτες του διευκρίνισαν ότι η γενετική, αν και ρίχνει φως στην ιστορία, δεν είναι σε θέση να φωτίσει πλήρως το ιστορικό παρελθόν, κάτι για το οποίο χρειάζεται η αναντικατάστατη συνεισφορά της αρχαιολογίας και της γλωσσολογίας.