H θερμοκρασία κοντά στο κέντρο της Γης είναι περίπου 6.000 βαθμοί Κελσίου, 1.000 βαθμοί υψηλότερη από ότι είχε υποδείξει προηγούμενο πείραμα προ εικοσαετίας, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη.
Για να δημιουργήσουν μια ακριβή εικόνα της θερμοκρασίας εντός του κέντρου της Γης, οι επιστήμονες εξέτασαν το σημείο τήξης του σιδήρου σε διαφορετικές πιέσεις στο εργαστήριο, χρησιμοποιώντας ισχυρές ακτίνες λέιζερ για να θερμάνουν τα δείγματα σε θερμοκρασίες 4.000 ή ακόμη και 5.000 βαθμών Κελσίου.
Αυτές οι μετρήσεις επιβεβαιώνουν γεωφυσικά μοντέλα που προβλέπουν ότι η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ του στερεού πυρήνα και του μανδύα πρέπει να είναι τουλάχιστον 1500 βαθμοί, ώστε να εξηγεί γιατί η Γη διαθέτει μαγνητικό πεδίο.
Οι επιστήμονες προσδιόρισαν πειραματικά το σημείο τήξης του σιδήρου στους 4800 βαθμούς Κελσίου με πίεση 2,2 εκατομμύρια ατμόσφαιρες. Στη συνέχεια με τη μέθοδο της αναγωγής προσδιόρισαν ότι στις 3,3 εκατομμύρια ατμόσφαιρες, δηλαδή την πίεση στα σύνορα μεταξύ υγρού και στερεού πυρήνα, η θερμοκρασία θα είναι 5.500-6.500 βαθμοί.
Ο πυρήνας της Γης αποτελείται κυρίως από μια σφαίρα υγρού σιδήρου σε θερμοκρασία 4.000 βαθμών Κελσίου και πίεση 1,3 εκατομμύρια ατμόσφαιρες. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο σίδηρος είναι σε υγρή μορφή. Μόνο στο κέντρο της Γης, όπου η πίεση και η θερμοκρασία είναι ακόμα πιο υψηλές, στερεοποιείται ο υγρός σίδηρος.
Από την ανάλυση των σεισμικών κυμάτων προκύπτει το πάχος των στερεών και υγρών πυρήνων, καθώς και το πώς η πίεση στη Γη αυξάνεται ανάλογα με το βάθος. Ωστόσο, σύμφωνα με τη Ναυτεμπορική, αυτά τα κύματα δεν παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη θερμοκρασία, η οποία έχει σημαντική επίδραση στην κίνηση των υλικών εντός του υγρού πυρήνα και του στερεού μανδύα.
Η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ του μανδύα και του πυρήνα είναι η κύρια κινητήρια δύναμη των θερμικών κινήσεων μεγάλης κλίμακας, που μαζί με την περιστροφή της Γης, δρουν σαν ένα δυναμό που παράγει το μαγνητικό πεδίο της Γης.