...αλλά είναι πιο παραγωγικός στα νιάτα του
Η κορύφωση της απήχησης και της επίδρασης που θα έχει το έργο ενός επιστήμονα, μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αν και οι περισσότεροι παρουσιάζουν τις σημαντικότερες και πιο δημιουργικές δημοσιεύσεις τους κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες της καριέρας τους, όταν είναι πιο παραγωγικοί.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια νέα διεθνής επιστημονική μελέτη, η οποία -με τη βοήθεια των «μεγάλων δεδομένων» (big data)- αξιολόγησε τις καριέρες και τις δημοσιεύσεις χιλιάδων επιστημόνων από όλο τον κόσμο, σε μια προσπάθεια να κάνει προβλέψεις για την επιδραστικότητα των ερευνητών και πώς αυτή κατανέμεται στη διάρκεια της ζωής τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον ουγγρο-αμερικανό φυσικό και ειδικό στα πολύπλοκα συστήματα 'Αλμπερτ-Λάζλο Μπαραμπάσι, καθηγητή του Κέντρου Επιστήμης των Δικτύων του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης στη Βουδαπέστη και των αμερικανικών πανεπιστημίων Northeasten Βοστώνης και Χάρβαρντ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science".
Οι επιστήμονες ανέλυσαν σχεδόν 515.000 δημοσιεύσεις άνω των 10.000 επιστημόνων. Διαπίστωσαν ότι οι ανακαλύψεις που είχαν την μεγαλύτερη απήχηση διεθνώς, σπάνια αφορούσαν τις πρώτες δημοσιεύσεις που έκανε ένας επιστήμονας.
Από την άλλη όμως, τα μεγαλύτερα «χιτ» είναι απολύτως τυχαία, δηλαδή η επιτυχία και η αναγνώριση μπορεί να έλθει ανά πάσα στιγμή, είτε στην ηλικία των 25, είτε των 55.
Προηγούμενες μελέτες πάνω στη δημιουργικότητα είχαν δώσει ενδείξεις πως οι μεγάλες ανακαλύψεις έρχονται νωρίς στην επιστημονική καριέρα κάποιου και ότι, όσο περνάει ο καιρός, η πιθανότητα διάκρισης μειώνεται γρήγορα, πιθανώς λόγω μειωμένων ικανοτήτων πλέον ή εξαιτίας επιβάρυνσης του ερευνητή με πρόσθετα διοικητικά καθήκοντα, σε βάρος του καθαρά επιστημονικού έργου του.
Η νέα έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όντως οι περισσότεροι επιστήμονες και ερευνητές είναι πιο παραγωγικοί, όταν είναι πιο νέοι. Ο αριθμός των δημοσιεύσεων ανά έτος του μέσου επιστήμονα μειώνεται όσο περνάνε τα χρόνια. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι αντίστοιχα μειώνεται και η πιθανότητα ενός επιστήμονα να κάνει την μεγαλύτερη επιτυχία του όσο γερνάει.
Η μελέτη επισημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει κάτι εγγενώς πιο δημιουργικό στη νεότητα, απλώς οι περισσότεροι ερευνητές είναι πιο παραγωγικοί στην αρχή της καριέρας τους. Τελικά όμως, η επιτυχία δεν αποκλείεται να έλθει αρκετά αργότερα, στη φάση της ωριμότητας.
«Οι επιστήμονες είμαστε τυχαίοι. Κάθε φορά που δημοσιεύουμε κάτι, έχουμε την ίδια πιθανότητα να κάνουμε την μεγαλύτερη επιτυχία μας» δήλωσε ο Μπαραμπάσι.
Κάτι αξιοσημείωτο που διαπίστωσε η μελέτη, είναι ότι -πέρα από την τύχη- η ποιότητα και ικανότητα ενός επιστήμονα (περιλαμβάνει τη νοημοσύνη, τη δημιουργικότητα, την καινοτομία, την ομαδική εργασία, την επικοινωνιακή ικανότητα, τα κίνητρα, τη δεξιότητα στη συγγραφή κ.α.) τείνει να μένει σταθερή διαχρονικά και δεν αλλάζει εύκολα, παρά την απόκτηση μεγαλύτερης εμπειρίας.
«Σιχαίνομαι να το αποκαλέσω έμφυτο, αλλά φαίνεται πως πρόκειται για ένα συνδυασμό ικανότητας και εκπαίδευσης. Από τη στιγμή που κανείς ξεκινά την καριέρα του, το έχει και τον ακολουθεί στη συνέχεια» ανέφερε ο Μπαραμπάσι.
Μάλιστα, με βάση αυτό τον ποιοτικό παράγοντα (που ονόμασαν Q), οι ερευνητές δημιούργησαν μια μαθηματική εξίσωση, που προβλέπει με ακρίβεια 80% -με βάση τις πρώτες δημοσιεύσεις του- ποιά απήχηση θα έχει το μελλοντικό έργο ενός επιστήμονα.
Τελικά, σύμφωνα με τους ερευνητές, η πιθανότητα ενός επιστήμονα να «απογειώσει» ή όχι την καριέρα του, εξαρτάται από ένα τρίπτυχο: τύχη - ικανότητα (προσωπικότητα) - παραγωγικότητα (επιμονή). Οι τρεις αυτοί παράγοντες είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους.
Αν μάλιστα κάποιος κάνει το σωστό πείραμα στη σωστή στιγμή, τότε η επιστημονική δημοσίευσή του θα τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας. Και όπως είπε ο Μπαραμπάσι, «ποτέ μην τα παρατάτε. Τότε η δημιουργικότητά σας θα τελειώσει».