Δε συμβαίνει κάθε μέρα οι επιστήμονες να ανακαλύπτουν ένα… ολοκαίνουριο σωματίδιο!
Μια ομάδα φυσικών από το Πρίνστον και το πανεπιστήμιο του Τέξας ανακοίνωσαν ότι παρατήρησαν ένα νέο σωματίδιο, το οποίο είχε «καταφέρει» να μείνει κρυφό για σχεδόν 80 χρόνια.
Οι επιστήμονες χρειάστηκαν 48 χρόνια για να ανιχνεύσουν το σωματίδιο Higgs.
Το νέο σωματίδιο (φερμιόνιο) ονομάζεται Majorana. Είχε προβλεφθεί για πρώτη φορά από τον Ιταλό φυσικό EttoreMajorana το 1937 και είναι μοναδικό, επειδή είναι το μοναδικό σωματίδιο που υπάρχει, το οποίο μπορεί να υιοθετήσει και τα δύο χαρακτηριστικά ύλης και αντιύλης ταυτόχρονα, χωρίς να καταστρέφεται κατά τη διαδικασία αυτή.
Για την ακρίβεια, αναφέρει δημοσίευμα του Business Insider, το φερμιόνιο Majorana είναι εντυπωσιακά σταθερό, αλλά και εξαιρετικά… φευγαλέο.
Κανονικά,όταν τα σωματίδια της ύλης έρχονται σε επαφή με τα αντίστοιχα αντιύλης τους, το αποτέλεσμα είναι μια έντονη έκρηξη της ενέργειας. Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτές οι εξαϋλώσεις αντιύλης θα ήταν ένας καλός τρόπος για να τροφοδοτούνται με ενέργεια οι πύραυλοι και τα διαστημόπλοια.
Έτσι, ένα σωματίδιο που μπορεί να έχει ταυτόχρονα ιδιότητες ύλης και αντιύλης θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι απίστευτα ασταθές. Κάτι που όμως δεν ισχύει στην περίπτωση του Majorana.
Οι συγκρουόμενες ιδιότητες των φερμιονίων Majorana λειτουργούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα σωματίδια να αλληλεπιδρούν σπάνια με το περιβάλλον τους. Κι ενώ αυτό καθιστά δύσκολη την ανίχνευσή τους, την ίδια στιγμή σημαίνει ότι τα σωματίδια αυτά θα μπορούσαν να είναι η επόμενη μεγάλη εξέλιξη στην επίτευξη των κβαντικών υπολογιστών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή φυσικής AliYazdani, χρησιμοποίησαν ένα τεράστιο μικροσκόπιο που βρίσκεται στο πανεπιστήμιο Πρίνστον (Princeton Jadwin Hall).
"Είναι πολύ συναρπαστικό και μπορεί να αποδειχθεί και πρακτικά ωφέλιμο", ανέφερε ο ίδιος στο δελτίο Τύπου προσθέτοντας ότι "θα επιτρέψει στους επιστήμονες να χειραγωγήσουν εξωτικά σωματίδια σε δυνητικές εφαρμογές, όπως η κβαντική πληροφορική".
Τα συμπεράσματα της έρευνάς τους δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Science.