Στη δεύτερη θέση κατατάχθηκε η Ρωσία και στην τρίτη η Γαλλία, ακολουθούμενη από τη Γερμανία και την Κίνα
Τη θέση τους ως ο μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων του κόσμου τα τελευταία πέντε χρόνια, εδραιώνουν οι ΗΠΑ καθώς αυτές κάνουν πάνω από το ένα τρίτο των πωλήσεων εξοπλισμών που γίνονται παγκοσμίως, καταγράφει μελέτη σουηδικού ινστιτούτου ερευνών.
Στη φετινή επισκόπησή του για τις πωλήσεις όπλων σε όλο τον πλανήτη, το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για τη Ειρήνη της Στοκχόλμης ( SIPRI) υπολογίζει ότι η ποσότητα των όπλων που εξήχθησαν σε παγκόσμιο επίπεδο αυξήθηκε κατά 10% την περίοδο 2013-2017 εν συγκρίσει με την περίοδο 2008-2012.
Στις ΗΠΑ αναλογούσε το 34% των συνόλου των πωλήσεων όπλων την περίοδο αυτή, ενώ η χώρα πούλησε όπλα σε τουλάχιστον 98 χώρες, κατά την έρευνα του SIPRI. Μεγάλο μέρος των αμερικανικών εξαγωγών όπλων ήταν μαχητικά και μεταγωγικά αεροσκάφη.
Οι εξαγωγές όπλων των ΗΠΑ την περίοδο 2008-2012 ανέρχονταν στο 30% του συνόλου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σχεδόν οι μισές πωλήσεις των αμερικανικών όπλων είχαν προέλευση κράτη της Μέσης Ανατολής, ενώ στην Ασία κατέληξε σχεδόν το ένα τρίτο. Η Σαουδική Αραβία είναι η σημαντικότερη χώρα προορισμού των αμερικανικών εξαγωγών όπλων: αγόρασε σχεδόν το ένα πέμπτο του στρατιωτικού εξοπλισμού που εξήγαγαν οι ΗΠΑ.
Στη δεύτερη θέση στις εξαγωγές όπλων παγκοσμίως κατατάχθηκε η Ρωσία, με σχεδόν το ένα πέμπτο των παραδόσεων οπλισμού στον πλανήτη, διαθέτοντας όπλα σε 47 κράτη αλλά και στους αντάρτες που δρουν στην ανατολική Ουκρανία, σύμφωνα με τη μελέτη. Πάνω από τις μισές ρωσικές εξαγωγές είχαν προορισμό την Ινδία, την Κίνα και το Βιετνάμ.
Στην τρίτη θέση κατετάγη η Γαλλία, ακολουθούμενη από τη Γερμανία και την Κίνα.
Πέντε χώρες -η Ινδία, η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Κίνα- εισήγαγαν πάνω από το ένα τρίτο του συνόλου των όπλων που πωλήθηκαν παγκοσμίως την ίδια περίοδο.
Η Ινδία ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων στον πλανήτη για την υπό εξέταση περίοδο, με το 12%. Οι βασικοί προμηθευτές εξοπλισμών της γιγαντιαίας ασιατικής χώρας ήταν η Ρωσία, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, κατά τη μελέτη του SIPRI.