Η Μέρκελ «δείχνει» τη διάδοχό της στην ηγεσία του CDU

Η Μέρκελ «δείχνει» τη διάδοχό της στην ηγεσία του CDU

Η Κραμπ-Κάρενμπαουερ εκλέχθηκε γενική γραμματέας με υπόδειξη της Μέρκελ

Η Άγκελα Μέρκελ υπέδειξε την πρωθυπουργό του κρατιδίου του Σάαρ, Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, ως νέα γενική γραμματέα του CDU.

Χαρακτηριστικά της νέας γενικής γραμματέως η υποψηφιότητα της οποίας εκρίθηκε από το προεδρείο της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης για το έκτακτο κομματικό συνέδριο στις 26 Φεβρουαρίου, είναι ο πραγματισμός, οι κοινωνικές ευαισθησίες και οι συντηρητικές αξίες. Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν, πως με αυτή την κίνηση η καγκελάριος Μέρκελ ανταποκρίνεται στο αίτημα πολλών στο κόμμα της, να δρομολογήσει τη διαδοχή της.

Η νυν πρωθυπουργός του μικρού γερμανικού κρατιδίου του Σάαρ, το οποίο βρίσκεται στα σύνορα με τη Γαλλία, αναδεικνύεται σε κεντρικό παίκτη της γερμανικής πολιτικής σκηνής και σε δελφίνο για τη διαδοχή της καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ. Να σημειωθεί, πως και η κ. Μέρκελ κατείχε το αξίωμα της γενικής γραμματέως του CDU, πριν αναλάβει την ηγεσία του κόμματος και στη συνέχεια εκλεγεί καγκελάριος.

Η επιλογή της κ. Κραμπ-Κάρενμπαουερ, που θεωρείται έμπιστη της καγκελαρίου Μέρκελ, εξέπληξε μεν την κοινή γνώμη της Γερμανίας, ωστόσο κανείς δεν αμφισβητεί τις πολιτικές της ικανότητες. Η 55χρονη μητέρα τριών παιδιών ήταν διαδοχικά υπουργός Εσωτερικών, Παιδείας και Κοινωνικών Υποθέσεων στο κρατίδιο του Ζάαρ, πριν αναδειχθεί το 2011 πρωθυπουργός του κρατιδίου. Από τότε κατάφερε δύο φορές να κερδίσει τις τοπικές εκλογές - την τελευταία φορά τον Μάρτιο του 2017- σε μια περίοδο που το κόμμα της σημείωνε σε εθνικό επίπεδο θεαματική πτώση.

Όπως και η καγκελάριος, η Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ χαρακτηρίζεται από πραγματισμό και δεν διακατέχεται από ιδεολογικές αγκυλώσεις. Στα θέματα της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής υποστηρίζει τις θέσεις της αριστερής πτέρυγας του κόμματός της. Σε ζητήματα όμως αξιών η καθολική πολιτικός διατηρεί συντηρητικές απόψεις. Όπως και η Άγκελα Μέρκελ, έτσι και η Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ είχε διαφωνήσει με το να νομιμοποιηθεί ο «γάμος για όλους», με τον οποίο δόθηκε η δυνατότητα ενός πολιτικού γάμου σε ομοφυλόφιλα ζευγάρια.