Στη διαβόητη φυλακή δεν έχουν μεταχθεί νέοι κρατούμενοι μετά το 2008
Η φυλακή του αμερικανικού στρατού στο Γκουαντάναμο είναι «έτοιμη» να υποδεχθεί νέους κρατούμενους, αλλά δεν έχει παραληφθεί ακόμη καμιά διαταγή γι' αυτό, δήλωσε την Πέμπτη ανώτερος αξιωματικός των ένοπλων δυνάμεων των ΗΠΑ.
Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε τον Ιανουάριο εκτελεστικό διάταγμα που ακυρώνει εκείνο του προκατόχου του Μπαράκ Ομπάμα για το κλείσιμο του αμερικανικού κέντρου κράτησης σε μια έκταση που έχει εκχωρηθεί στις ΗΠΑ στην Κούβα.
«Έχουμε 41 κρατούμενους εκεί αυτή τη στιγμή. Είμαστε έτοιμοι να παραλάβουμε περισσότερους, εάν μας σταλούν», δήλωσε ενώπιον αμερικανών κοινοβουλευτικών ο ναύαρχος Κερτ Τιντ, επικεφαλής της επιχειρησιακής διοίκησης των αμερικανικών δυνάμεων που είναι αρμόδια για τη Νότια Αμερική (USSOUTHCOM).
«Μέχρι σήμερα, δεν έχουμε λάβει διαταγή που να μας ειδοποιεί πως νέοι κρατούμενοι μπορεί να σταλούν σε εμάς, αλλά το καθήκον μας είναι να τους εντάξουμε αποτελεσματικά» στον πληθυσμό των κρατουμένων σε αυτή την περίπτωση, πρόσθεσε ο ναύαρχος.
Στη διαβόητη φυλακή δεν έχουν μεταχθεί νέοι κρατούμενοι μετά το 2008. Η φυλακή άνοιξε το 2011, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και, στο αποκορύφωμα της δραστηριότητας εκεί, είχε 780 εγκλείστους, που φέρονταν να συνδέονται με την Αλ Κάιντα ή τους Ταλιμπάν.
Στην ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης στα τέλη Ιανουαρίου, ο πρόεδρος Τραμπ τόνισε ότι οι αιχμάλωτοι που ανήκουν στην τζιχαντιστική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) θα καταλήξουν, σε «πολλές περιπτώσεις», στο Γκουαντάναμο.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, ο μεγιστάνας υποσχόταν ότι θα γέμιζε το κέντρο κράτησης αυτό με «κακούς λεβέντες» («bad dudes» ήταν η έκφραση που είχε χρησιμοποιήσει) κι είχε υποστηρίξει πως θα ήταν «καλό» να μετάγονται εκεί ύποπτοι για τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον των ΗΠΑ προκειμένου να φυλακίζονται και να δικάζονται.
Η τύχη των τζιχαντιστών -πολλοί από αυτούς είναι ξένοι- που έχουν αιχμαλωτιστεί και κρατούνται από παραστρατιωτικούς που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ στη βόρεια Συρία αποτελεί θέμα συζήτησης το τελευταίο διάστημα στους κόλπους των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων και του διεθνούς αντιτζιχαντιστικού συνασπισμού.