Τα σχολικά βιβλία της Σερβίας και της Κροατίας ειδικότερα τρέφουν ακόμη το μίσος
Δυόμισι δεκαετίες μετά τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας οι λαοί των Βαλκανίων εξακολουθούν να βλέπουν την ιστορία μονόπλευρα. Τα σχολικά βιβλία της Σερβίας και της Κροατίας ειδικότερα τρέφουν ακόμη το μίσος.
Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, στην τρίτη τάξη του γυμνασίου τα τελευταία δέκα χρόνια οι Σέρβοι μαθητές μαθαίνουν ότι γείτονές τους στην Αλβανία, τη Βοσνία και το Μαυροβούνιο είναι εκ φύσεως κακοί, ενώ οι Σέρβοι πάντα με τις καλύτερες προθέσεις και ηθικές αξίες.
Στην Κροατία οι έφηβοι μαθαίνουν στο σχολείο ότι η ανεξαρτησία του δικού τους κράτους προέκυψε ως αντίδραση στην μακραίωνη υπεροχή των Σέρβων. Από την άλλη, οι Σέρβοι μαθαίνουν ότι ο «φασιστικός κροατικός εθνικισμός» απειλεί τη Σερβία.
Επιπλέον η Σερβία βλέπει τον εαυτό της διαρκώς ως θύμα μιας παγκόσμιας συνωμοσίας: «Αυτό που δεν κατάφερε στον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο η φασιστική Κροατία (να αφανίσει δηλαδή τους Σέρβους) το προσπαθεί σήμερα η ευρω-αμερικανική δημοκρατία», είναι μια θέση που συχνά επαναλαμβάνεται.
«Μέσα από τα σχολικά βιβλία καλλιεργείται ένα αίσθημα μίσους και μη ανεκτικότητας», αναφέρει o Σέρβος ιστορικός Αλεξάνταρ Μίλετιτς στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων dpa.
Αυτό συμβαίνει γιατί ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας δεν έχει τύχει συστηματικής ιστορικής επεξεργασίας τα τελευταία 25 χρόνια. Πολλοί κορυφαίοι πολιτικοί από την εποχή εκείνη εξακολουθούν μέχρι σήμερα να κατέχουν υψηλές θέσεις στην κρατική μηχανή ή την οικονομία. Όλοι αυτοί λοιπόν είναι λογικό να μη θέλουν να αναμοχλεύουν το παρελθόν, όπως εξηγεί ηαπό την πλευρά της η κοινωνιολόγος και γνωστή ακτιβίστρια Νατάσα Κάντιτς από τη Σερβία.
Επίσης ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι πολλές άλλες σημαντικές πτυχές αποσιωπούνται παντελώς και στις δύο χώρες. Για παράδειγμα το θέμα των πιθανών πολεμικών επανορθώσεων, των χιλιάδων αγνοούμενων, το ζήτημα των ανοιχτών συνόρων αλλά ακόμη και το θέμα της κλοπής σημαντικών έργων τέχνης. Κι όπως πρόσφατα έγραψε το κροατικό περιοδικό Globus, οι σχέσεις μεταξύ Σερβίας και Κροατίας δεν πληρούν τους ίδιους όρους με εκείνους που συνετέλεσαν στην προσέγγιση Γαλλίας και Γερμανίας μεταπολεμικά. Κι αυτό διότι στην περίπτωση των δύο βαλκανικών χωρών «δεν έχει γίνει κανένα βήμα προς τα εμπρός στην όλη συζήτηση περί θυμάτων και τραυμάτων»