Περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι έχουν πληγεί και 1.706 έχουν πεθάνει μέσα σε 10 εβδομάδες
Η επιδημία χολέρας που συνεχίζεται εδώ και 10 εβδομάδες την Υεμένη έχει πλέον πλήξει περισσότερους από 300.000 ανθρώπους στη χώρα, ανακοίνωσε σήμερα η Διεθνής Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ).
«Ανησυχητικό. Βρισκόμαστε στα περισσότερα από 300.0000 ύποπτα κρούσματα, με περισσότερες από 7.000 νέα περιστατικά κάθε μέρα», ανακοίνωσε μέσω του Twitter ο περιφερειακός διευθυντής της ΔΕΕΣ Ρόμπερτ Μαρντίνι.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει ανακοινώσει ότι ως τις 7 Ιουλίου είχαν καταγραφεί 297.438 ύποπτα κρούσματα και 1.706 θάνατοι, όμως δεν εξέδωσε ανακοίνωση χθες Κυριακή, οπότε και φαίνεται ότι ξεπεράστηκε το όριο των 300.000 κρουσμάτων.
Μια εκπρόσωπος του ΠΟΥ ανακοίνωσε ότι το υπουργείο Υγείας της Υεμένης εξακολουθεί να αναλύει τα στοιχεία.
Αν και έχει περιοριστεί η εξάπλωση της ασθένειας στις περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο, η επέκτασή της σε άλλες περιοχές αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς.
Τις χειρότερες επιπτώσεις αντιμετωπίζουν οι περιοχές στη δυτική Υεμένη, που έχει πληγεί ιδιαίτερα από τον διετή πόλεμο μεταξύ του αραβικού συνασπισμού υπό τη Σαουδική Αραβία και τους αντάρτες Χούτι.
Εξάλλου την τελευταία εβδομάδα καταγράφηκαν και τα πρώτα κρούσματα στην πόλη Σαγιούν και το λιμάνι της Μουκάλα στην επαρχία Χαντραμούτ, στην ανατολική Υεμένη.
Η οικονομική κατάρρευση της χώρας σημαίνει ότι 30.000 εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας δεν έχουν πληρωθεί εδώ και περισσότερους από 10 μήνες, οπότε ο ΟΗΕ αναγκάστηκε να επέμβει με κάποιες πληρωμές, ώστε να καταφέρει να τους εμπλέξει στην εκστρατεία καταπολέμησης της επιδημίας.
Προς το παρόν δεν είναι ξεκάθαρο πόσοι άνθρωποι ενδέχεται να πληγούν συνολικά από την επιδημία. Στα πρώτα στάδιά της ο ΠΟΥ είχε προειδοποιήσει ότι ενδέχεται να καταγραφούν 300.000 κρούσματα τους έξι πρώτους μήνες, όμως στις 27 Ιουνίου επεσήμανε ότι η επιδημία ίσως να έχει φτάσει το μέσο της πορείας της στα 218.800 κρούσματα.
Ωστόσο έκτοτε ο ημερήσιος αριθμός καταγεγραμμένων νέων κρουσμάτων αυξήθηκε από 6.500 στα 7.200, σύμφωνα με την ανάλυση που έχει κάνει το Reuters από τα στοιχεία του ΠΟΥ.