«Έχω δυο πατρίδες, το Γκούμερσμπαχ και την Κέρκυρα»
Τον Οκτώβριο του 2004, ο Φρανκ Χελμενστάιν, νεοεκλεγμένος δήμαρχος του Γκούμερσμπαχ, μια κωμόπολη 50.000 κατοίκων 75 χιλιόμετρα από την Κολωνία, έμπαινε από την πύλη της μόλις χρεοκοπημένης βιομηχανίας Steinmüller για να περπατήσει στην τεράστια έκταση με τα βρώμικα κτίρια παραγωγής και να δει από κοντά τι είχε απομείνει. Απαγορευμένη πόλη, την έλεγαν οι κάτοικοι, κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει χωρίς άδεια. Από το 1870 η τύχη της επιχείρησης συνδέθηκε στενά με αυτήν την πόλη. Οι ατμολέβητες που κατασκεύαζε πωλούνταν σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στα χρόνια της δόξας της, τη δεκαετία του 70, απασχολούσε 10.000 εργάτες. Πολλοί από αυτούς ήταν από την Ελλάδα, από το χωριό Άφαντου της Ρόδου. Τι θα γίνονταν τώρα αυτή η τεράστια μολυσμένη περιοχή; Τι θα γίνονταν οι χιλιάδες απολυμένοι; Κανείς δεν ζήλευε τον 39χρονο δήμαρχο. Πολλοί μάλιστα στοιχημάτιζαν ότι δεν θα άντεχε και πολύ στο θέση αυτή. Σήμερα, 13 χρόνια μετά, με τον Χελμενστάιν πάντα στο ίδιο αξίωμα, το Γκούμερσμπαχ έχει γίνει υπόδειγμα οικιστικής ανάπλασης και ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Πρότυπο ανάπλασης
Από τα παλαιά κτίρια της εταιρείας έχει διατηρηθεί μόνο το παλαιότερο, η Halle 32, που χρησιμοποιείται ως πολυχώρος. Η υπόλοιπη περιοχή φιλοξενεί την Τεχνική Ανώτατη Σχολή της Κολωνίας με πάνω από 5.600 φοιτητές, την Σχολή Νοσηλείας για άτομα της τρίτης ηλικίας, τoν όμιλο ABLE για υπηρεσίες στους τομείς τεχνολογίας, πληροφοριών και επικοινωνίας, την αρένα Schwalbe, τον σταθμό λεωφορείων, τον νέο παιδικό σταθμό, ένα τεράστιο πάρκο πρασίνου για παιγνίδι και σπορ, ενώ κτίζονται το νέο κτήριο των δικαστηρίων, της αστυνομίας κι άλλων πολλών που θα ακολουθήσουν.
«Οι προσπάθειές μου κατέτειναν στο να δώσω στην πόλη, που παρέλαβα στη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της λόγω πτώχευσης της Steinmüller, νέα δόξα και νέα άνθιση», λέει ο Χελμενστάιν στην Deutsche Welle. «Και για να το περιγράψω με εικόνες, ήθελα να την κάνω και πάλι να σταθεί στα πόδια της, αφότου είχε φάει τα μούτρα της. Σήμερα μπορώ να πω με ευγνωμοσύνη, ταπεινότητα αλλά και με λίγη υπερηφάνεια ότι τα καταφέραμε»! Ο δήμαρχος μας μιλά για την πόλη της παιδικής του ηλικίας στη Γερμανία και ο τυπικός γερμανός με το ρολόι στο χέρι και την ακρίβεια ως ύψιστη αρετή, μεταμορφώνεται ξαφνικά σε Έλληνα. Ευτυχισμένα χρόνια μέσα σε μια ευτυχισμένη οικογένεια που μέχρι και σήμερα του δίνει δύναμη και στήριγμα. Ο πατέρας του τον βοήθησε να κάνει καριέρα στο στεγνό κόσμο της διοίκησης.
Με το λεωφορείο στην Κέρκυρα
Αλλά στη μητέρα του, την ελληνίδα Κωνσταντίνα Κοντογούρη, χρωστά αστείρευτη αγάπη, θαλπωρή, ασφάλεια και φροντίδα που μόνο μια νοτιοευρωπαία μητέρα μπορεί να προσφέρει στο παιδί της. Η Κωνσταντίνα παντρεύτηκε μικρή τον γερμανό Ραλφ και ήρθε το 1960 από την Κέρκυρα σε ένα χωριό του Γκούμερσμπαχ χωρίς να ξέρει γλώσσα. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που αντίκρισαν οι κάτοικοι. Τον ρωτάμε για τις ελληνικές του ρίζες και αναβλύζουν παιδικές μνήμες από την άλλη του πατρίδα. Τότε που η γιαγιά Νίνα τον γύριζε τα απογεύματα με το λεωφορείο στους δρόμους της Κέρκυρας για να γνωρίσει την πόλη. Θυμάται τον αγαπημένο θείο, τις θείες, τα ξαδέλφια, τη θάλασσα, τα παιγνίδια στην άμμο. Μιλάει ατέλειωτα και με συγκίνηση. Και μιλά για την καρδιά με τις δυο ψυχές.
«Πρέπει να συνηθίσω να ζω με τις δύο αυτές ψυχές, είναι αυτό που κάνει τη ζωή πιο πλούσια και ενδιαφέρουσα» λέει. «Αυτή η ελληνική καρδιά μέσα στην καθημερινότητα της διοίκησης, που διαπνέεται από την απόλυτη τελειότητα, αυτή η ελληνική πλευρά που έχει εγκάρδια αισθήματα για τους ανθρώπους, κάνει καλό. Είναι τρελό, αλλά όταν έρχομαι στην Κέρκυρα, νοιώθω στην πατρίδα μου, η Κέρκυρα είναι πατρίδα, έχω δυο πατρίδες, το Γκούμερσμπαχ και την Κέρκυρα».