Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ πρόσβαλε την δικαστική απόφαση
Ο Ντόναλντ Τραμπ άσκησε έφεση σήμερα στη δικαστική απόφαση με την οποία του επιβλήθηκαν πρόστιμο ύψους 354,9 εκατομμυρίων δολαρίων καθώς και περιορισμοί στην επιχειρηματική δραστηριότητά του στη Νέα Υόρκη επειδή διόγκωσε δολίως την αξία των ακινήτων του ώστε να επιτύχει καλύτερους όρους δανεισμού.
Ο πρώην πρόεδρος ζήτησε από δευτεροβάθμιο Εφετείο της Πολιτείας αυτής να ακυρώσει την απόφαση που έλαβε στις 16 Φεβρουαρίου ο δικαστής Άρθουρ Ένγκορον στην αστική δίκη για απάτη, σε μια υπόθεση που έφερε στη δικαιοσύνη το 2022 η γενική εισαγγελέας της Νέας Υόρκης Λετίσια Τζέιμς.
Τα πρόστιμα, μαζί με εκείνα που επιδίκασαν οι ένορκοι σε δύο άλλες αστικές υποθέσεις, μπορεί να στερήσουν από τον Τραμπ μετρητά και μέρος της ακίνητης περιουσίας του, την ώρα που διεκδικεί το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για τις εκλογές του Νοεμβρίου.
Η Τζέιμς, που προέρχεται από το Δημοκρατικό κόμμα, κατηγορούσε τον Τραμπ ότι φούσκωσε κατά 3,6 δισεκ. δολάρια την περιουσία του, στα οικονομικά έγγραφα που υπέβαλε σε τράπεζες. Ο Τραμπ από την πλευρά του λέει ότι η Τζέιμς και ο Ένγκορον είναι πολιτικά προκατειλημμένοι εναντίον του.
Εκτός από τα πρόστιμα, ο Ένγκορον απαγόρευσε στον Τραμπ να διευθύνει εταιρείες στη Νέα Υόρκη ή να αιτείται δάνεια από τράπεζες της Πολιτείας για διάστημα τριών ετών. Το Εφετείο θα μπορούσε να αναστείλει την εφαρμογή της απόφασης όσο θα επανεξετάζεται η υπόθεση, κάτι που θα μπορούσε να διαρκέσει για έναν χρόνο ή και περισσότερο.
Σύμφωνα με το ΑΠΕ ΜΠΕ, ο Τραμπ αρνείται ότι έχει διαπράξει οτιδήποτε επιλήψιμο. Η περιουσία του εκτιμάται από το περιοδικό Forbes στα 2,6 δισεκ. δολάρια, αλλά είναι ασαφές πόσα μετρητά διαθέτει. Ο ίδιος, τον Απρίλιο του 2023, ανέφερε σε μια κατάθεσή του ότι έχει περίπου 400 εκατομμύρια δολάρια σε ρευστά περιουσιακά στοιχεία.
Οι δύο γιοι του Τραμπ, ο Ντον Τζούνιορ και ο Έρικ, αναμένεται επίσης να ασκήσουν έφεση στην απόφαση του Ένγκορον, με την οποία τους επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο 4 εκατ. δολαρίων στον καθένα και τους απαγορεύτηκε να διευθύνουν εταιρείες στη Νέα Υόρκη για δύο χρόνια.