Οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών προκρίνουν τις στοχευμένες επενδύσεις ως «κλειδί» για την ανάπτυξη
Η συνεχιζόμενη στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας επανέφερε τη συζήτηση για ένα ενδεχόμενο πακέτο στήριξης, με στόχο την επιστροφή στην ανάπτυξη, με την κυβέρνηση να απορρίπτει τα σχετικά αιτήματα της αντιπολίτευσης, ενώ μαζί της φαίνεται ότι συμφωνούν και οι οικονομολόγοι, ωστόσο παραμένουν οι διαφωμνίες σχετικά με την πολιτική που πρέπει να εφαρμοστεί.
Οι υπουργοί Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ και Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ απορρίπτουν το ενδεχόμενο να δοθεί νέο πακέτο οικονομικής στήριξης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η συνεχιζόμενη αδυναμία της γερμανικής οικονομίας και προκρίνουν τις στοχευμένες επενδύσεις ως «κλειδί» για την ανάπτυξη. «Αυτό που χρειάζεται τώρα η Γερμανία είναι στοχευμένα προγράμματα ώθησης για επενδύσεις και δημοσιονομικά περιθώρια ελιγμού για την ενεργοβόρα βιομηχανία μας», δηλώνει ο κ. Χάμπεκ στην Handelsblatt και τονίζει ότι «οι ΗΠΑ έρχονται και επενδύουν με τεράστια χρηματικά ποσά» και η Γερμανία «δεν πρέπει να επιτρέψει να τεθεί στο περιθώριο». Ο «πράσινος» υπουργός Οικονομίας επαναλαμβάνει το αίτημά του για μια καθορισμένη τιμή στο βιομηχανικό ρεύμα, ωστόσο ο υπουργός Οικονομικών απορρίπτει μέχρι τώρα τη χρηματοδότηση του σχεδίου. «Ο χρόνος πιέζει και πρέπει να λάβουμε γρήγορα αποφάσεις. Διακυβεύεται η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας», προειδοποιεί ο Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, η γερμανική οικονομία δεν κατάφερε να αναπτυχθεί για δεύτερο διαδοχικό τρίμηνο, μετά τη σταδιακή μάλιστα συρρίκνωση των δύο προηγουμένων τριμήνων. «Υπάρχουν θετικές τάσεις, αλλά συνολικά οι αριθμοί είναι κάθε άλλο παρά ικανοποιητικοί», παραδέχθηκε ο κ. Χάμπεκ, απορρίπτοντας όμως ταυτόχρονα τα αιτήματα για πακέτο οικονομικής στήριξης. «Τα κλασικά προγράμματα τόνωσης της οικονομίας, τα οποία ορισμένοι πλέον απαιτούν σχεδόν αντανακλαστικά, δεν βοηθούν. Όποιος μοιράζει χρήματα με το ποτιστήρι σε εποχές υψηλού πληθωρισμού, μόνο ένα πράγμα επιτυγχάνει, να αυξήσει τον πληθωρισμό», δηλώνει ο κ. Χάμπεκ.
Ο Κρίστιαν Λίντνερ από την πλευρά του επισημαίνει ότι «επί δέκα χρόνια η Γερμανία δοκιμάζει τα όρια της οικονομίας με γραφειοκρατία, ευχολόγια στην ενεργειακή πολιτική, κοινωνικές δαπάνες αντί επενδύσεων, πολύ υψηλούς φόρους και δασμούς». Μιλώντας επίσης στην Handelsblatt, ο υπουργός Οικονομικών και αρχηγός των Φιλελευθέρων (FDP) τονίζει ότι η Γερμανία, σε σύγκριση με άλλες χώρες, έχει πλέον περάσει το όριο και απαιτείται τώρα ουσιαστική αναστροφή της τάσης - κάτι που δεν γίνεται, όπως λέει, με προγράμματα οικονομικής στήριξης.
Υπέρ ενός πακέτου οικονομικής στήριξης τάχθηκαν τις τελευταίες ημέρες τόσο ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Φρίντριχ Μερτς, όσο και ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας και αρχηγός της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) Μάρκους Ζέντερ, ο οποίος ζήτησε ένα μεγάλο κατασκευαστικό και οικονομικό πρόγραμμα τόνωσης της ανάπτυξης, μείωση των φόρων στην ενέργεια και κατάργηση του ΦΠΑ στα βασικά τρόφιμα.
Αντίθετο στη λογική ενός κλασικού πακέτου οικονομικής στήριξης είναι και το κόμμα του καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Ο αρμόδιος της Κ.Ο. του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) για την οικονομική πολιτική, Μπερντ Βέστφαλ δήλωσε ότι «η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας είναι ιδιαίτερα τεταμένη, γεγονός που έχει αρνητικές συνέπειες για τη βιομηχανία και τις θέσεις εργασίας», τόνισε ωστόσο ότι η οικονομία είναι δύσκολο να επωμιστεί το υψηλό κόστος της ενέργειας. «Τα αιτήματα για πακέτο στήριξης αγνοούν το πρόβλημα. Είναι πιο σημαντικό το κράτος να επενδύει σε βασικές τεχνολογίες και να δημιουργεί τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για τη διατήρηση της ανάπτυξης, για παράδειγμα μέσω μιας τιμής για το βιομηχανικό ρεύμα», δήλωσε το στέλεχος του SPD.
Κατά της προοπτικής πακέτου στήριξης τάσσονται όμως και πολλοί διακεκριμένοι γερμανοί οικονομολόγοι. Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου Κλέμενς Φούεστ δηλώνει στην Handelsblatt ότι «αυτή τη στιγμή δεν βοηθούν τα κλασικά προγράμματα τόνωσης της οικονομίας και αύξησης της ζήτησης» και εισηγείται την επέκταση των υποδομών και του ενεργειακού εφοδιασμού, την επιτάχυνση των διαδικασιών σχεδιασμού και έγκρισης επενδύσεων στην ενέργεια και τη βελτίωση των φορολογικών κινήτρων.
«Η Γερμανία έχει κυρίως αδυναμίες ως τόπος επενδύσεων και όχι τόσο οικονομική ύφεση, επομένως ένα πρόγραμμα στήριξης δεν θα έφερνε περισσότερες επενδύσεις», εκτιμά από την πλευρά του ο πρόεδρος του Κέντρου Έρευνας της Ευρωπαϊκής Οικονομίας (ZEW) 'Αχιμ Βάμπαχ. Στο ίδιο πνεύμα, ο οικονομολόγος Γενς Σούντεκουμ από το SPD υποστηρίζει ότι «χρειαζόμαστε ένα τεράστιο επενδυτικό πρόγραμμα το 2024 και το 2025 και όχι ένα πακέτο στήριξης» και προσθέτει ότι για τη χρηματοδότηση θα πρέπει να αξιοποιηθούν πόροι από το Ταμείο Οικονομικής Σταθεροποίησης των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ που δημιουργήθηκε για την ενεργειακή κρίση. «Θα το θεωρούσα εξαιρετικά επικίνδυνο να μη γίνει, σε αυτήν ειδικά τη γεωπολιτική φάση, ειδικά με εκλογές προ των πυλών και με την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) στο 20%», λέει χαρακτηριστικά.