Διαβάστε αναλυτικά
Συμφωνία που αφορά τους δύο βασικούς πυλώνες της μεταρρύθμισης ασύλου και μετανάστευσης επετεύχθη την Πέμπτη (8/6) το βράδυ μετά από μια δύσκολη και πολύωρη διαπραγμάτευση στο Συμβούλιο Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ στο Λουξεμβούργο.
Το Συμβούλιο πέτυχε συμφωνία στη διαπραγματευτική του θέση σχετικά με τον κανονισμό για τη διαδικασία ασύλου και τον κανονισμό για τη διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης. Η θέση αυτή θα αποτελέσει τη βάση των διαπραγματεύσεων του Συμβουλίου με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με σκοπό την έγκριση της μεταρρύθμισης πριν από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024.
Η Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων, Ίλβα Γιόχανσον, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, χαιρέτισε την «ιστορική συμφωνία», η οποία αποδεικνύει ότι μεταξύ των χωρών της ΕΕ υπάρχει εμπιστοσύνη και πνεύμα συνεργασίας και αλληλεγγύης. Η προεδρεύουσα του Συμβουλίου, υπουργός μετανάστευσης της Σουηδίας, Μαρία Μάλμερ Στενεργκαρντ εξέφρασε την ικανοποίησή της λέγοντας: «Κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο του τις προκλήσεις της μετανάστευσης και οι χώρες πρώτης γραμμής χρειάζονται την αλληλεγγύη μας».
Με ενισχυμένη πλειοψηφία η συμφωνία
Η συμφωνία επετεύχθη γύρω στις οκτώ το βράδυ, με ενισχυμένη πλειοψηφία. Σύμφωνα με τη Σουηδική προεδρία, μόνο δύο χώρες καταψήφισαν (η Πολωνία και η Ουγγαρία), ενώ απείχαν η Βουλγαρία, η Μάλτα, η Λιθουανία και η Σλοβακία.
Σημειώνεται ότι η εν λόγω συμφωνία είναι μόνο ένα «σημαντικό» βήμα προς την υιοθέτηση του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, που κατατέθηκε από την Επιτροπή το Σεπτέμβριο του 2020 και η οποία αποτελείται από 11 νομοθετήματα.
Συγκεκριμένα, η συμφωνία της διαπραγματευτικής θέσης του Συμβουλίου περιλαμβάνει τα εξής:
Εξορθολογισμός διαδικασίας ασύλου
Ο κανονισμός για τη διαδικασία ασύλου θεσπίζει μια κοινή διαδικασία σε ολόκληρη την ΕΕ την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να ακολουθούν όταν οι άνθρωποι ζητούν διεθνή προστασία. Εισάγονται υποχρεωτικές συνοριακές διαδικασίες, με σκοπό να αξιολογηθεί γρήγορα στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ εάν οι αιτήσεις είναι αβάσιμες ή απαράδεκτες. Τα άτομα που υπόκεινται στη διαδικασία ασύλου στα σύνορα δεν επιτρέπεται να εισέλθουν στην επικράτεια του κράτους μέλους.
Η διαδικασία των συνόρων θα ισχύει όταν ένας αιτών άσυλο υποβάλλει αίτηση σε σημείο διέλευσης των εξωτερικών συνόρων, μετά από σύλληψη σε σχέση με παράνομη διέλευση συνόρων και μετά από αποβίβαση μετά από επιχείρηση έρευνας και διάσωσης. Η διαδικασία είναι υποχρεωτική για τα κράτη μέλη εάν ο αιτών αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, έχει παραπλανήσει τις αρχές με ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτοντας πληροφορίες και εάν ο αιτών έχει υπηκοότητα με ποσοστό αναγνώρισης κάτω του 20%.
Η συνολική διάρκεια της διαδικασίας ασύλου και επιστροφής δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 6 μήνες.
Σημειώνεται ότι μετά από δύσκολες συνομιλίες, κυρίως μεταξύ της Ιταλίας και της Γερμανίας, διατηρήθηκε η ευελιξία για τα κράτη-μέλη να κρίνουν εκείνα ποιά τρίτη χώρα θεωρείται «ασφαλής».
Επαρκής χωρητικότητα
Για τη διενέργεια συνοριακών διαδικασιών, τα κράτη μέλη πρέπει να δημιουργήσουν επαρκή ικανότητα, όσον αφορά την υποδοχή και τους ανθρώπινους πόρους, που απαιτείται να εξετάζουν ανά πάσα στιγμή έναν προσδιορισμένο αριθμό αιτήσεων και να επιβάλλουν τις αποφάσεις επιστροφής. Σε επίπεδο ΕΕ, αυτή η επαρκής χωρητικότητα είναι 30 000. Η επαρκής χωρητικότητα κάθε κράτους μέλους θα καθοριστεί με βάση έναν τύπο που λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των παράτυπων συνοριακών διελεύσεων και των αρνήσεων εισόδου σε περίοδο τριών ετών.
Τροποποίηση των κανόνων του Δουβλίνου
Ο κανονισμός για τη διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης (ΑΜΜR) θα πρέπει να αντικαταστήσει, εφόσον συμφωνηθεί, τον ισχύοντα κανονισμό του Δουβλίνου. Το Δουβλίνο θέτει κανόνες που καθορίζουν ποιο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου. Το AMMR θα εξορθολογίσει αυτούς τους κανόνες και θα συντομεύσει τα χρονικά όρια. Για παράδειγμα, η τρέχουσα περίπλοκη διαδικασία μεταφοράς του αιτούντος πίσω στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την αίτησή του θα αντικατασταθεί από μια απλή ειδοποίηση ανάληψης.
Υποχρεωτικός μηχανισμός αλληλεγγύης
Για να εξισορροπηθεί το τρέχον σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι χώρες της πρώτης υποδοχής είναι υπεύθυνες για τη συντριπτική πλειονότητα των αιτήσεων ασύλου, προτείνεται ένας νέος μηχανισμός που συνδυάζει την υποχρεωτική αλληλεγγύη με την ευελιξία. Δηλαδή τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να συνεισφέρουν είτε φιλοξενώντας αιτούντες άσυλο (μετεγκατάσταση), είτε με οικονομικές συνεισφορές ή εναλλακτικά μέτρα αλληλεγγύης.
Ο ελάχιστος ετήσιος αριθμός για μετεγκαταστάσεις από κράτη μέλη πρώτης υποδοχής σε κράτη μέλη λιγότερο εκτεθειμένα σε αφίξεις μεταναστών, είναι 30.000, ενώ ο ελάχιστος ετήσιος αριθμός οικονομικών συνεισφορών είναι 20.000 ευρώ ανά μετεγκατάσταση. Τα ποσά αυτά μπορούν να αυξηθούν όπου χρειάζεται και θα ληφθούν επίσης υπόψη καταστάσεις όπου δεν προβλέπεται ανάγκη αλληλεγγύης σε ένα δεδομένο έτος.
Προκειμένου να αντισταθμιστεί ένας πιθανώς ανεπαρκής αριθμός δεσμευμένων μετεγκαταστάσεων, το συνεισφέρον κράτος μέλος θα αναλάβει την ευθύνη για την εξέταση αιτήματος ασύλου από άτομα που υπό κανονικές συνθήκες θα υπόκεινται σε μεταφορά στο υπεύθυνο κράτος μέλος (ωφελούμενο κράτος μέλος). Αυτό το καθεστώς θα καταστεί υποχρεωτικό εάν οι δεσμεύσεις μετεγκατάστασης υπολείπονται του 60% των συνολικών αναγκών που εντόπισε το Συμβούλιο για το συγκεκριμένο έτος ή δεν φθάσουν τον αριθμό που ορίζεται στον κανονισμό (30 000).
Πρόληψη κατάχρησης και δευτερογενών μετακινήσεων
Περιλαμβάνονται μέτρα που στοχεύουν στην πρόληψη της κατάχρησης από τον αιτούντα άσυλο και στην αποφυγή δευτερευουσών μετακινήσεων. Για παράδειγμα, ορίζονται υποχρεώσεις για τους αιτούντες άσυλο να υποβάλλουν αίτηση στα κράτη μέλη της πρώτης εισόδου ή της νόμιμης διαμονής. Αποθαρρύνονται οι δευτερεύουσες μετακινήσεις περιορίζοντας τις δυνατότητες παύσης ή μετατόπισης ευθύνης μεταξύ των κρατών μελών και έτσι μειώνονται οι δυνατότητες του αιτούντος να επιλέξει το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλει την αίτηση ασύλου.
Το κράτος μέλος της πρώτης εισόδου θα είναι υπεύθυνο για την αίτηση ασύλου για διάρκεια δύο ετών.
Εάν ένα κράτος μέλος απορρίψει έναν αιτούντα στη συνοριακή διαδικασία, η ευθύνη του για το άτομο αυτό θα λήξει μετά από 15 μήνες (σε περίπτωση ανανέωσης της αίτησης).