Έχουν καταγραφεί περισσότερα από 765 εκατομμύρια επιβεβαιωμένα κρούσματα Covid-19 και σχεδόν 7 εκατομμύρια θάνατοι
Υπό έλεγχο θεωρείται, πλέον, η πανδημία του κορονοϊού, καθώς ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυξε χθες (5/5) το τέλος της παγκόσμιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, τα διδάγματα είναι πολλά για την ανθρωπότητα, καθώς από την έναρξη της πανδημίας έχουν καταγραφεί περισσότερα από 765 εκατομμύρια επιβεβαιωμένα κρούσματα και σχεδόν 7 εκατομμύρια θάνατοι.
«Για περισσότερο από ένα χρόνο, η πανδημία βρίσκεται σε πτωτική τάση», δήλωσε ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους σε συνέντευξη Τύπου στη Γενεύη.
«Αυτό που σημαίνουν αυτά τα νέα είναι ότι ήρθε η ώρα για τις χώρες να μεταβούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, στη διαχείριση του COVID-19 μαζί με άλλες μολυσματικές ασθένειες», σημείωσε. Τόνισε ωστόσο ότι η δήλωση αυτή δεν σημαίνει ότι ο COVID-19 δεν αποτελεί πλέον απειλή.
«Το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει οποιαδήποτε χώρα τώρα είναι να χρησιμοποιήσει αυτή την είδηση ως αιτία για να χαλαρώσει την επιφυλακή της, να διαλύσει τα συστήματα που έχει δημιουργήσει ή να στείλει το μήνυμα στον λαό της ότι ο COVID-19 δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ανησυχεί», δήλωσε.
Από την έναρξη της πανδημίας πριν από 3 χρόνια, ο ΠΟΥ έχει καταγράψει σχεδόν 7 εκατομμύρια θανάτους από τον COVID-19, αν και ο πραγματικός απολογισμός των θανάτων από την πανδημία μπορεί να είναι τριπλάσιος. Μερικές χιλιάδες θάνατοι εξακολουθούν να αναφέρονται στον οργανισμό κάθε εβδομάδα και ορισμένα υπολογιστικά μοντέλα εκτιμούν ότι η υπερβάλλουσα θνησιμότητα εξακολουθεί να ανέρχεται σε περίπου 10.000 θανάτους την ημέρα παγκοσμίως, επισημάνθηκε στην ΕΡΤ.
«Αυτός ο ιός είναι εδώ και θα μείνει. Εξακολουθεί να σκοτώνει και εξακολουθεί να αλλάζει. Παραμένει ο κίνδυνος να εμφανιστούν νέες παραλλαγές που θα προκαλέσουν νέα κύματα κρουσμάτων», επισήμανε ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ.
Εδώ και τρία χρόνια, όλοι αναρωτιώμαστε πότε θα τελειώσει η πανδημία. Η ερώτηση αυτή απαντήθηκε χθες από τον ΠΟΥ. Πώς φτάσαμε όμως ως εδώ αναρωτιέται ο αρθογράφος των New York Times στο σχετικό άρθρο του. Το 2020, μιλούσαμε για «ισοπέδωση» της επιδημικής καμπύλης (flattening of the curve) και «μηδενικό Covid». Όταν έφτασαν τα εμβόλια, νωρίτερα από ό,τι σχεδόν όλοι πίστευαν ότι ήταν δυνατόν, φάνηκε σαν προάγγελος του τέλους. Ωστόσο, όλα αυτά αποδείχθηκαν ευσεβείς πόθοι καθώς ήρθαν νέες παραλλαγές, πιο μεταδοτικές. Και όπως αποδείχθηκε, κανένα υπολογιστικό μοντέλο δεν μπορούσε να προβλέψει με βεβαιότητα πότε θα τελείωνε η πανδημία. Όπως υπέδειξαν οι ιστορικοί της ιατρικής σχεδόν από την αρχή, αυτό δεν θα ήταν ένα επιδημιολογικό όριο αλλά μια κοινωνική και πολιτική απόφαση.
Το 2022, ο COVID-19 ήταν λιγότερο σοβαρός και λιγότερο θανατηφόρος σε σύγκριση με το 2020 και το 2021. Επιπλέον, δεν εμφανίστηκε καμία νέα παραλλαγή με την ικανότητα να προκαλέσει ένα μεγάλο κύμα κρουσμάτων. Οι παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτό, ήταν οι πρωτοφανείς εξελίξεις στην τεχνολογία των εμβολίων που επιτρέπουν ταχείες ενημερώσεις για την προστασία από νέα στελέχη του ιού, οι αποτελεσματικότερες θεραπείες καθώς και η αυξανόμενη ανοσία του πληθυσμού έναντι του κορονοϊού.
ECDC: Πολύτιμα μαθήματα
Την Τρίτη (2/5), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) δήλωσε ότι η πανδημία COVID-19 μας έδωσε «πολύτιμα μαθήματα» και τόνισε ότι πρέπει να υπάρξει καλύτερη προετοιμασία για μελλοντικές υγειονομικές κρίσεις.
Στην έκθεση που δημοσίευσε η υγειονομική αρχή της ΕΕ εστίασε σε τέσσερις βασικούς τομείς που περιλαμβάνουν τις επενδύσεις στη δημόσια υγεία, την προετοιμασία για την επόμενη υγειονομική κρίση, την επικοινωνία κινδύνου και τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων και στοιχείων.
«Η πανδημία Covid-19 μας δίδαξε πολύτιμα μαθήματα και είναι σημαντικό να επανεξετάσουμε και να αξιολογήσουμε τις ενέργειές μας για να καθορίσουμε τι λειτούργησε και τι όχι», δήλωσε η διευθύντρια του ECDC Άντρια Άμον.
Η έκθεση του ECDC υπογράμμισε την κρίσιμη ανάγκη για εκπαιδευμένο προσωπικό δημόσιας υγείας και ανέφερε ότι πρέπει να γίνονται συνεχείς αξιολογήσεις των αναγκών σε υγειονομικό προσωπικό. Οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης υπέστησαν σημαντική πίεση για παρατεταμένες χρονικές περιόδους, γεγονός που «είχε ως αποτέλεσμα σημαντική επαγγελματική εξουθένωση». Το ECDC δήλωσε ότι έπρεπε να συνεχιστούν οι επενδύσεις σε εργατικό δυναμικό και να γίνουν προσπάθειες για την πρόσληψη εξειδικευμένων επαγγελματιών υγείας.
Η υγειονομική αρχή επεσήμανε ότι σε πολλές χώρες της ΕΕ, το εργατικό δυναμικό στον τομέα της δημόσιας υγείας μειώθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης μεταξύ 2008 και 2014, γεγονός που συνέβαλε στην έλλειψη εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης στην αρχή της πανδημίας.
Η έκθεση αναφέρει ότι υπάρχει ανάγκη για επικαιροποιημένα και κλιμακούμενα σχέδια ετοιμότητας και συνέστησε την ανάπτυξη σχεδιασμού, την ανταλλαγή εθνικών σχεδίων ετοιμότητας και τη διεξαγωγή ασκήσεων προσομοίωσης ως ορισμένες από τις δράσεις παρακολούθησης.
Η επικοινωνία κινδύνου και η δέσμευση της κοινότητας επισημάνθηκαν ως βασικές προκλήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας και διαπιστώθηκε ότι η ικανότητα επικοινωνίας μεταξύ του κοινού και των μέσων ενημέρωσης έπρεπε να ενισχυθεί. Τέλος, η υπηρεσία επισήμανε ότι τα ψηφιακά συστήματα βοήθησαν στην επιτήρηση της πανδημίας και ότι τα μέτρα αυτά θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται.
Ανισότητα πρόσβασης στα εμβόλια
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η συνολική εικόνα της πανδημίας είναι κάπως πιο θολή, εξαιτίας των διαφορετικών μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας που εφαρμόζουν οι χώρες. Και ενώ υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του παγκόσμιου πληθυσμού έχουν πλέον μολυνθεί από μια ασθένεια που αναγνωρίστηκε δημοσίως μόλις πριν από περίπου 40 μήνες, ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό των φτωχότερων χωρών του κόσμου παραμένει απροστάτευτο εξαιτίας της έλλειψης εμβολίων.
Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, αυτόν τον χειμώνα, μόνο το 23% των ανθρώπων που ζουν σε χώρες με χαμηλό εισόδημα είχαν εμβολιαστεί και το μεγαλύτερο μέρος αυτού του εμβολιασμού έγινε τον περασμένο χρόνο. Όταν οι χώρες υψηλού εισοδήματος και ανώτερου μεσαίου εισοδήματος έφτασαν περίπου στο 70% του εμβολιασμού στα τέλη του 2021, οι χώρες χαμηλού εισοδήματος ήταν ακόμα στο 3%.
Σήμερα δισεκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν ανεμβολίαστοι.
«Ο Covid-19 άφησε και συνεχίζει να αφήνει βαθιά σημάδια στον κόσμο μας. Αυτά τα σημάδια πρέπει να χρησιμεύουν ως μόνιμη υπενθύμιση της δυνατότητας εμφάνισης νέων ιών με καταστροφικές συνέπειες», τόνισε ο Γκεμπρεγέσους.
«Μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του Covid-19 είναι ότι δεν έπρεπε να συμβεί έτσι. Διαθέτουμε τα εργαλεία και τις τεχνολογίες για να προετοιμαζόμαστε καλύτερα για πανδημίες, να τις εντοπίζουμε νωρίτερα, να ανταποκρινόμαστε ταχύτερα σε αυτές και να επικοινωνούμε τις επιπτώσεις τους. Αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, η έλλειψη συντονισμού, η έλλειψη ισότητας και η έλλειψη αλληλεγγύης σήμαινε ότι αυτά τα εργαλεία δεν χρησιμοποιήθηκαν τόσο αποτελεσματικά. Πρέπει να υποσχεθούμε στους εαυτούς μας και στα παιδιά και τα εγγόνια μας ότι δεν θα ξανακάνουμε ποτέ αυτά τα λάθη», κατέληξε ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ.