Θα κατατεθεί στα μέσα Μαρτίου στη Γερουσία και θα εισαχθεί προς συζήτηση στη Βουλή γύρω στον Μάιο ή Ιούνιο
Η γαλλική κυβέρνηση, που ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη με μαζικές κινητοποιήσεις με αφορμή τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, άνοιξε σήμερα ένα νέο, καυτό μέτωπο: ένα νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό που επικρίνεται σφοδρά τόσο από την αριστερά, όσο και από τη δεξιά.
Μία ημέρα μετά τις ογκώδεις διαδηλώσεις κατά της αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, παρουσιάστηκε σήμερα στο υπουργικό συμβούλιο το νομοσχέδιο που προβλέπει σειρά μέτρων με τα οποία θα διευκολύνονται οι απελάσεις, ιδίως των «παραβατικών» αλλοδαπών. Περιλαμβάνονται επίσης η μεταρρύθμιση του δικαιώματος του ασύλου αλλά και η «ενσωμάτωση», δηλαδή η νομιμοποίηση, ορισμένων εργαζομένων που δεν έχουν χαρτιά αλλά απασχολούνται σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας (εστίαση, κατασκευές κ.α.) στους οποίους οι εργοδότες δυσκολεύονται να προσλάβουν προσωπικό.
«Χρειάζεται αποφασιστικότητα και ευσπλαχνία (…) Δεν μπορούμε να φιλοξενήσουμε τους πάντες», συνόψισε ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν τον Δεκέμβριο, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Parisien. Ταυτόχρονα ωστόσο ζήτησε «να ενσωματωθούν γρηγορότερα και καλύτερα» όσοι λαμβάνουν άσυλο.
Το νομοσχέδιο, που είχε ως αρχικό στόχο να ικανοποιήσει τόσο τους δεξιούς Ρεπουμπλικάνους, όσο και την αριστερά που καταγγέλλει τις συνθήκες υποδοχής των αλλοδαπών, τελικά τους θύμωσε όλους… Και η κυβέρνηση ίσως χρειαστεί να προσφύγει στο «όπλο» του «49.3», του άρθρου του Συντάγματος που επιτρέπει την έγκριση νόμων χωρίς ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο.
Το προεδρικό κόμμα εμφανίζεται επίσης διχασμένο – με εκείνους που πρόσκεινται στη δεξιά πτέρυγα να ζητούν σκληρότερα μέτρα εάν χρειαστεί και τους βουλευτές που προέρχονται από την αριστερά να θέτουν «κόκκινες γραμμές».
Μετά την ολοκλήρωση του υπουργικού συμβουλίου, ο υπουργός Εσωτερικών Ζεράλ Νταρμανέν δήλωσε «βέβαιος» ότι η κυβέρνηση θα καταλήξει σε «έναν συμβιβασμό χωρίς στρεβλώσεις» αφού ακούσεις τις αντιρρήσεις «και ειδικά τις ενστάσεις της δεξιάς».
Το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε μία ημέρα αφότου ανακοινώθηκε ότι το 2022 αυξήθηκαν κατά 31% τα αιτήματα χορήγησης ασύλου (137.000) και κατά 15% οι απελάσεις (15.400), παραμένοντας ωστόσο λιγότερες κατά ένα τρίτο σε σύγκριση με τις απελάσεις που έγιναν το 2019, πριν από την πανδημία της Covid-19.
«Ένα μέρος της οικονομίας μας λειτουργεί σήμερα χάρη στη μετανάστευση», υπενθύμισε ο υπουργός Προϋπολογισμού Γκαμπριέλ Ατάλ.
Η υιοθέτηση του νομοσχεδίου αναμένεται δύσκολη για την κυβέρνηση, που δεν διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Οι Ρεπουμπλικάνοι (LR, παραδοσιακή δεξιά), που ίσως ψηφίσουν υπέρ της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, δεν δείχνουν πρόθυμοι να κάνουν το ίδιο για το μεταναστευτικό. Ο νέος πρόεδρός τους, ο Ερίκ Σιοτί, έχει ήδη προειδοποιήσει ότι θα καταψηφίσει το νομοσχέδιο.
«Ας το συζητήσουμε»
Το LR θεωρεί ανεπαρκή τα μέτρα για τις απελάσεις. Αντιδρά επίσης έντονα στη χορήγηση αδειών παραμονής σε όσους ασκούν «κρίσιμα» επαγγέλματα, καθώς πιστεύει ότι η διευκόλυνση αυτή θα οδηγήσει σε μαζικές νομιμοποιήσεις και «θα ανοίξει την κάνουλα της μετανάστευσης».
«Στους Ρεπουμπλικάνους, ορισμένοι υπερασπίζονται την ιδέα θέσπισης ποσοστώσεων για να περιοριστούν οι νομιμοποιήσεις. Ας το συζητήσουμε», είπε το Σαββατοκύριακο ο Νταρμανέν. Ωστόσο, ορισμένα στελέχη της Αναγέννησης, του κόμματος του προέδρου Μακρόν, αμφιβάλλουν για το κατά πόσο θα ήταν χρήσιμη μια συζήτηση, αφού, όπως είπε ένας βουλευτής, οι Ρεπουμπλικάνοι «δεν θέλουν καν να περιληφθεί στο νομοσχέδιο το θέμα της νομιμοποίησης».
Βασικός στόχος του νομοσχεδίου είναι να διευκολυνθούν οι απελάσεις, κυρίως όσων έχουν καταδικαστεί για αδικήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη 10 ετών και άνω. Θα επιταχύνει επίσης τη διαδικασία χορήγησης ασύλου ενώ θα απαιτείται η βασική γνώση γαλλικών για να δοθεί άδεια πολυετούς παραμονής στη χώρα, υπογραμμίστηκε στο ΑΠΕ ΜΠΕ. Όσοι βρίσκονται παράνομα στη Γαλλία εδώ και τρία χρόνια θα μπορούν να πάρουν άδεια παραμονής, για έναν χρόνο, εφόσον απασχολούνται σε τομείς όπου παρατηρούνται ελλείψεις εργατικού δυναμικού.
Το νομοσχέδιο αναμένεται ότι θα κατατεθεί στα μέσα Μαρτίου στη Γερουσία και θα εισαχθεί προς συζήτηση στη Βουλή γύρω στον Μάιο ή Ιούνιο.