Τον Αύγουστο ηττήθηκε από τη Λιζ Τρας στην κούρσα για την Ντάουνινγκ Στριτ, όμως δεν του πήρε πολύ καιρό και πλέον είναι ο μόνος υποψήφιος
Για πολλούς ήταν υπέρμετρα τεχνοκράτης, για κάποιους άλλους άτολμος, για ορισμένους υπερβολικά ατσαλάκωτος. Το περασμένο καλοκαίρι ηττήθηκε από τη Λιζ Τρας στην κούρσα για την Ντάουνινγκ Στριτ, όμως τώρα πήρε τη ρεβάνς: συνέτριψε τον ανταγωνισμό κι έγινε ο πρώτος μη λευκός πρωθυπουργός της Βρετανίας.
Ακόμη και η απόπειρα «ολικής επαναφοράς» του Μπόρις Τζόνσον, ενός πολιτικού «οδοστρωτήρα» δεν μπόρεσε να τον σταματήσει. Ο 42χρονος πρώην υπουργός Οικονομικών και πρώην στέλεχος της τράπεζας Goldman Sachs αυτή τη φορά πήρε με το μέρος του τους περισσότερους βουλευτές του κυβερνώντος Συντηρητικού κόμματος, κάνοντας μια εκστρατεία-αστραπή χωρίς καν να πει ούτε μια λέξη δημοσίως. Περιορίστηκε να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του με μια λιτή ανάρτηση στο Twitter.
Εν μέσω της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, που επιδεινώθηκε από τη θύελλα την οποία προκάλεσε η οικονομική πολιτική της εφήμερης Λιζ Τρας, ο Σούνακ προσγειώθηκε στην Ντάουνινγκ Στριτ, με την αξιοπιστία του στα ύψη. Το καλοκαίρι είχε προειδοποιήσει τους Συντηρητικούς ότι το οικονομικό πρόγραμμα της Τρας ισοδυναμούσε με «παραμύθι» και ότι οι μαζικές φοροελαφρύνσεις θα εκτόξευαν το κόστος δανεισμού. Ο γιος των Ινδών μεταναστών, που ακολούθησε μια πορεία χαρακτηριστική της βρετανικής ελίτ, φάνηκε μάλιστα «υπερβολικά κεντρώος» για τα μέλη του κόμματος.
Τα μέλη του κόμματος δεν έχουν αυτήν τη φορά λόγο στην εκλογή του ηγέτη. Η ιστορία άλλωστε, τον δικαίωσε και πλέον η δημοσιονομική σύνεσή του καθησυχάζει.
Ένδειξη της ισχυροποίησής του, έπειτα από σχεδόν δύο μήνες σιγής, κατάφερε να πάρει με το μέρος του τους περισσότερους υποστηρικτές του Τζόνσον. Άθλος, για κάποιον που έφερε το στίγμα του «προδότη»: ήταν εκείνος που στις αρχές Ιουλίου αποχώρησε πρώτος από την κυβέρνηση, ακολουθούμενος από καμιά 60αριά συναδέλφους του, οδηγώντας τον «BoJo» στην παραίτηση, έπειτα από αλλεπάλληλα σκάνδαλα.
Η επιτυχία του Ρίσι Σούνακ είναι το αποκορύφωμα μιας μετεωρικής ανέλιξης στους κόλπους του Συντηρητικού κόμματος. Εξελέγη βουλευτής στο Γιορκσάιρ της βόρειας Αγγλίας το 2015 και πέντε χρόνια αργότερα, στα 39 του, τού ανατέθηκε το υπουργείο Οικονομικών.
Έπειτα, ήρθε η Covid-19.
Ο Σούνακ, που ανέκαθεν τασσόταν υπέρ του Brexit, έγινε δημοφιλής στους πολίτες μοιράζοντας δισεκατομμύρια λίρες σε επιδόματα και μέτρα οικονομικής στήριξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Από την άλλη, η περιουσία που συγκέντρωσε μέσω της καριέρας του στα χρηματοοικονομικά και με τον γάμο του με τη ζάπλουτη επιχειρηματία Αξάτα Μούρτι, την κόρη ενός Ινδού δισεκατομμυριούχου, κάποιες φορές εμφανίζεται ως «βαρίδι» την ώρα που οι Βρετανοί είναι υποχρεωμένοι να σφίγγουν το ζωνάρι. Όπως και ένα βίντεο από τα νιάτα του, το οποίο επανακυκλοφορεί ανά διαστήματα, όπου παραδέχεται γελώντας ότι δεν έχει φίλους από την εργατική τάξη.
Τα τελευταία χρόνια, τα πανάκριβα –πάντα αψεγάδιαστα– κοστούμια του, τα γκάτζετ και ο τρόπος διαβίωσής του σε μια πολυτελή έπαυλη στην εκλογική περιφέρειά του, συχνά προκαλούν αρνητικά σχόλια. Όπως και το γεγονός ότι η σύζυγός του θεωρείτο από τις βρετανικές φορολογικές αρχές "μη μόνιμη κάτοικος" της Βρετανίας και δεν κατέβαλε φόρους. Η ίδια έσπευσε να ανακοινώσει τότε ότι τα έσοδά της από τις επιχειρήσεις της στο εξωτερικό θα φορολογούνταν στο εξής στη Βρετανία. "Το κάνω επειδή το επιθυμώ, όχι επειδή με υποχρεώνει ο νόμος", υπογράμμισε.
Ο ίδιος αφηγείται την προσωπική του ιστορία
Απέναντι στις επικρίσεις αυτές, ο Σούνακ αφηγείται την οικογενειακή ιστορία του, μια «ιστορία επιτυχίας» χάρη στη σκληρή δουλειά, που συγκινεί τους Συντηρητικούς. Γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1980 στο Σαουθάμπτον και είναι ο μεγαλύτερος από τα τρία παιδιά ενός παθολόγου, γιατρού στο εθνικό σύστημα υγείας, και μιας φαρμακοποιού. Οι παππούδες του, που ήταν γεννημένοι στην Ινδία ή ινδικής καταγωγής, μετανάστευσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο από την ανατολική Αφρική τη δεκαετία του 1960.
«Η οικογένειά μου μετανάστευσε εδώ πριν από 60 χρόνια. (Η μητέρα μου) είχε το τοπικό φαρμακείο στο Σαουθάμπτον. Εκεί μεγάλωσα, στο μαγαζί, να δίνω φάρμακα. Εργάστηκα ως σερβιτόρος στο ινδικό εστιατόριο στο τέρμα του δρόμου. Είμαι εδώ χάρη στη σκληρή δουλειά, τις θυσίες και την αγάπη των γονιών μου», είχε πει στην τελευταία προεκλογική εκστρατεία του.
Πολύ γρήγορα πάντως, σύμφωνα με το ΑΠΕ ΜΠΕ, ο Σούνακ εντάχθηκε στη βρετανική ελίτ, φοιτώντας στο Κολέγιο Γουίντσεστερ, ένα οικοτροφείο για αγόρια. Στη συνέχεια σπούδασε πολιτικές επιστήμες, φιλοσοφία και οικονομία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και στο Στάνφορντ, στις ΗΠΑ. Εκεί γνώρισε την Αξάτα Μούρτι, τη μετέπειτα σύζυγό του, που έκανε το διδακτορικό της. Ο πάμπλουτος πατέρας της έδωσε τη συγκατάθεσή του για τον γάμο, παραδεχόμενος ότι ο Ρίσι Σούνακ ανταποκρινόταν πλήρως στην περιγραφή της κόρης του: «έξυπνος, ωραίος και, κυρίως, έντιμος». Το ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες, την Ανούσκα και την Κρίσνα. Είναι ιδιοκτήτες τουλάχιστον τεσσάρων ακινήτων, μεταξύ των οποίων είναι ένα σπίτι στο Κένσινγκτον του Λονδίνου, αξίας 7 εκατομμυρίων λιρών, και ένα διαμέρισμα στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας.
Προτού να ασχοληθεί με την πολιτική, ο Σούνακ εργάστηκε στην Goldman Sachs και ίδρυσε μια δική του εταιρεία επενδύσεων.
Είναι ινδουιστής και στην ορκωμοσία του στο κοινοβούλιο χρησιμοποίησε το σανσκριτικό ιερό κείμενο της Μπαγκαβάτ Γκίτα. Αυτήν την περίοδο οι ινδουιστές γιορτάζουν το Ντιβάλι, τη μεγάλη ινδουιστική γιορτή των φώτων που σηματοδοτεί την έναρξη του φθινοπώρου.
Υπόσχεται ενότητα και σταθερότητα
Η Βρετανία βρίσκεται αντιμέτωπη με οικονομικές προκλήσεις και χρειάζεται σταθερότητα και ενότητα, δήλωσε σήμερα ο Ρίσι Σούνακ, στην πρώτη του δημόσια τοποθέτηση αφότου ανακηρύχθηκε νέος ηγέτης του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος και ενόψει της ανάληψης της πρωθυπουργίας της χώρας.
«Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αντιμετωπίζουμε μια σοβαρή οικονομική πρόκληση», δήλωσε ο Σούνακ. «Χρειαζόμαστε πλέον σταθερότητα και ενότητα. Ύψιστη προτεραιότητά μου θα είναι να ενώσω το κόμμα και τη χώρα μας», τόνισε.
Δεσμευόμενος ότι θα ασκήσει τα καθήκοντά του με αξιοπρέπεια και ταπεινότητα, ανέφερε πως θεωρεί ότι έχει το προνόμιο να υπηρετήσει το κόμμα που αγαπά και να ανταποδώσει στη χώρα του στην οποία οφείλει τόσα πολλά.