Ο Γερμανός καγκελάριος τάχθηκε κατά μιας απευθείας ανάμιξης του ΝΑΤΟ στον πόλεμο στην Ουκρανία
«Μια διακοπή της εισαγωγής ενέργειας από τη Ρωσία δεν είναι εφικτή από τη μία μέρα έως την άλλη», επανέλαβε από το βήμα του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, υποσχόμενος ότι η εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια «θα τερματιστεί το συντομότερο δυνατό».
«Με βεβιασμένες κινήσεις ωστόσο η Γερμανία θα κινδύνευε με σοβαρή ύφεση και θα απειλούνταν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας», προειδοποίησε ο κ. Σολτς και τόνισε ότι οι κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας «δεν πρέπει να πλήξουν την Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότερο από ό,τι τη Ρωσία». Διαβεβαίωσε πάντως ότι τα πρώτα αποτελέσματα των μέτρων είναι ήδη ορατά και σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια των πρόσφατων τηλεφωνικών συνομιλιών του με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν του εξήγησε αναλυτικά ότι με τον πόλεμο καταστρέφεται μεν η Ουκρανία, αλλά και το μέλλον της χώρας του.
Αναφερόμενος στον πόλεμο, ο κ. Σολτς υποσχέθηκε και πάλι ότι η Γερμανία θα εξακολουθήσει να στηρίζει την Ουκρανία, η οποία, όπως είπε, «μπορεί να βασίζεται στη βοήθειά μας - και για τη φιλοξενία των προσφύγων». Από την αρχή του πολέμου, η Γερμανία έχει συνεισφέρει, με στρατιωτική βοήθεια και από κοινού με τους εταίρους κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας. «Τα μέτρα θα έχουν αποτέλεσμα. Θα κλονίσουν τη ρωσική οικονομία. Και θα τα αυστηροποιούμε συνεχώς», πρόσθεσε, ενώ απέρριψε για μία ακόμη φορά το ενδεχόμενο το ΝΑΤΟ να επιβάλει ζώνη απαγόρευσης πτήσεων ή να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία. «Όσο δύσκολο και αν είναι αυτό, η Γερμανία δεν θα υποχωρήσει», υπογράμμισε. «Τα τελευταία 80 χρόνια καταφέραμε να αποφύγουμε μία απευθείας αντιπαράθεση της δυτικής Συμμαχίας με τη Ρωσία και έτσι πρέπει να συνεχίσουμε», εξήγησε ο καγκελάριος και πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «Το ΝΑΤΟ δεν θα γίνει εμπόλεμη πλευρά. Σε αυτό συμφωνούμε τόσο με τους ευρωπαίους εταίρους μας όσο και με τις ΗΠΑ».
Σχετικά με την απόφαση της κυβέρνησης να επενδύσει 100 δισεκατομμύρια ευρώ για τον άμεσο εκσυγχρονισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, ο Όλαφ Σολτς υπερασπίστηκε το σχέδιο, λέγοντας ότι «ασφάλεια σημαίνει να μπορούμε να αμυνθούμε σε περίπτωση επίθεσης» και χαρακτήρισε την επένδυση «επειγόντως αναγκαία».
Απευθυνόμενος στον αρχηγό του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Φρίντριχ Μερτς, ο κ. Σολτς δήλωσε ότι η βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας «πρέπει να είναι κοινή υπόθεση όλων». Νωρίτερα ο κ. Μερτς είχε αμφισβητήσει την πραγματική βούληση του κυβερνητικού συνασπισμού για το έργο, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι τα 100 δισεκατομμύρια που θα διατεθούν στις ένοπλες δυνάμεις «δεν ισοδυναμούν με λευκή επιταγή», καθώς αναμένεται επιβράδυνση της ανάπτυξης, υψηλός πληθωρισμός και περιορισμός των φορολογικών εσόδων.
Παρότι έχει εκφράσει τη στήριξή του στην απόφαση για εκσυχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων, ο κ. Μερτς επέκρινε σήμερα την απόφαση της κυβέρνησης να θέσει εκτός λειτουργίας το «φρένο χρέους» που προβλέπεται από το Σύνταγμα. «Εμείς θέλουμε πραγματικά να βοηθήσουμε τις ένοπλες δυνάμεις. Αλλά αντί να επικεντρωθούμε στα 100 δισεκατομμύρια, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στον στόχο για διάθεση του 2% του ΑΕΠ μας στην άμυνα», το οποίο, όπως είπε, θα πρέπει να είναι μόνιμο μέτρο.