Ο ίδιος ο Νόμπελ δυσπιστούσε απέναντι στους χρηματοοικονομικούς κύκλους. Απέφευγε τους δανειστές, οι οποίοι είχαν κάνει δύσκολη τη ζωή του πατέρα του Ιμμάνουελ
Το Νόμπελ Οικονομίας, που πρόκειται ν' απονεμηθεί την προσεχή Δευτέρα, επιβραβεύει όλο και περισσότερο ερευνητές στο πεδίο των χρηματοοικονομικών, το οποίο εκ φύσεως θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι πόρρω απέχει από το φιλανθρωπικό όραμα του ιδρυτή των βραβείων Σουηδό Άλφρεντ Νόμπελ.
Εάν οι κριτές επιμείνουν σε αυτήν τη γραμμή και φέτος, τότε μπορούν κάλλιστα να αναγορεύσουν τους Ντάγκλας Ντάιμοντ και Φίλιπ Ντίμπβιγκ για τις εργασίες τους πάνω στον χρηματοοικονομικό πανικό, ή τον Ρόμπερτ Τάουνσεντ για την ανάλυση του ρόλου που παίζουν τα χρηματοοικονομικά συστήματα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Ωστόσο υπάρχουν κι άλλες υποψηφιότητες, όπως ο 94 ετών Ουίλιαμ Μπόμολ, ειδικός στην αγορά εργασίας (και εισηγητής της γνωστής 'νόσου του Μπόμολ' για την 'αβιταμίνωση' των οικονομιών που βασίζονται σε χαμηλής παραγωγικότητας τομείς, όπως υπηρεσίες, κατασκευές, κλπ κι από την ανάγκη για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς), αλλά και αυτή του Πολ Ρόμερ για την έρευνά του πάνω στην ανάπτυξη.
Άλλωστε και η απονομή αυτού του Νόμπελ είναι ανεξάρτητη από τα άλλα βραβεία, και το δηλώνει άλλωστε κι η ίδια η επιτροπή: δεν αποτελεί τμήμα του κληροδοτήματος του Νόμπελ καθαυτού, αλλά θεσπίσθηκε «εις μνήμην του Άλφρεντ Νόμπελ» από την Τράπεζα της Σουηδίας το 1968.
Ο εφευρέτης-ιδρυτής του βραβείου «δεν είχε θεσπίσει αριστείο οικονομίας. Είχε γράψει σε μία επιστολή του πως 'μισούσε ολόψυχα τον κόσμο των συναλλαγών' και θεωρούσε εαυτόν σοσιαλδημοκράτη», τονίζουν οι οικονομολόγοι Άβνερ Όφερ και Γκάμπριελ Σέντερμπεργκ στο έργο τους «Ο Παράγων Νόμπελ», που παρουσίασαν τον περασμένο μήνα.
Ο ίδιος ο Νόμπελ δυσπιστούσε απέναντι στους χρηματοοικονομικούς κύκλους. Απέφευγε τους δανειστές, οι οποίοι είχαν κάνει δύσκολη τη ζωή του πατέρα του Ιμμάνουελ. Μάλιστα και στη διαθήκη του είχε ζητήσει να επενδυθεί η περιουσία του σε «ασφαλείς τίτλους».
Από την πλευρά της η κριτική επιτροπή για το Νόμπελ Οικονομίας δείχνει μια προτίμηση για την έρευνα πάνω στα χρηματοοικονομικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ιδρύματος Νόμπελ, καίτοι κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες του βραβείου δεν το απένειμε σε κανέναν ερευνητή σε αυτό το πεδίο, στη συνέχεια επιβράβευσε οκτώ: τρεις το 1990, δύο το 1997 και τρεις το 2013.
Πολλούς περισσότερους δηλαδή από άλλα πεδία, όπως η μικροοικονομία (πέντε από το 1969), ή η οικονομία της αγοράς (τρεις), αλλά ίσο αριθμό με αυτούς στο πεδίο της οικονομετρίας (οκτώ). Μόνον οι μελετητές της μακροοικονομίας μετρούν προσέτι περισσότερους, εννέα.
Μάλιστα στο πρόσωπο των ερευνητών πάνω στα χρηματοοικονομικά είναι που η επιτροπή Νόμπελ βραβεύει τους μαθηματικούς. Καθώς ο ίδιος ο Νόμπελ δεν είχε θεσπίσει βραβείο μαθηματικών, κάλλιστα κάποιος θα μπορούσε να εικοτολογήσει πως οι εξισώσεις και τα μοντέλα τον άφηναν παγερά αδιάφορο.
«Ήταν ένας άνθρωπος της επιστήμης, παθιασμένος αναγνώστης με λογοτεχνικές φιλοδοξίες, και με μία ειλικρινή προσήλωση στα ζητήματα της ειρήνης. Δεν πιστεύω ότι τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα ούτε τα μαθηματικά, ούτε και τα χρηματοοικονομικά», υπογραμμίζει ο βιογράφος του Μπενγκτ Φρέντρικσον.
Όπως τονίζει ο καθηγητής χρηματοοικονομικών στο παν/μιο Μπάκνελ Σκιπ Μακ Γκουν, η οικονομική επιστήμη, όσο και ακριβείς και αυστηρές να είναι οι μελέτες των ερευνητών, ουδέποτε έχει κατορθώσει να αρθεί στην περιωπή των άλλων φυσικών επιστημών (φυσική, χημεία, ιατρική), που επιβραβεύονται με Νόμπελ.
«Σύμφωνα με τους παραδοσιακούς αυστηρούς κανόνες των φυσικών επιστημών, η χρηματοοικονομική επιστήμη θεωρείται μία αποτυχία. Δεν δύναται να προβλέψει τίποτε με ακρίβεια, ή με μία ανάλογη αξιοπιστία», τονίζει ο ίδιος σε ένα άρθρο του το 2003.
Ως παράδειγμα της αναξιοπιστίας των χρηματοοικονομικών θα μπορούσε κανείς να επικαλεσθεί τους νικητές του Νόμπελ 1997 Μάιρον Σόουλς και Ρόμπερτ Μέρτον, που θα μείνουν στη μνήμη για τη σχέση τους με το Long –Term Capital Management κερδοσκοπικό αμοιβαίο κεφάλαιο (hedge fund), που αρχικά είχε γνωρίσει μία θεαματική επιτυχία και κατέληξε σε εκκωφαντική χρεωκοπία.
Αλλά για τον καθηγητή στο παν/μιο των Βρυξελλών Ζαβιέρ Ντε Σιμέκερε «εάν η οικονομία έχει θέση στα Νόμπελ, το ίδιο ισχύει και με τα χρηματοοικονομικά. Ας κρατήσουμε όμως τη βασική διαφορά που τη διαχωρίζει φερ' ειπείν από τη φυσική: δεν υπάρχει αποδειξιμότητα».
Πέρυσι, το Νόμπελ Οικονομίας απονεμήθηκε στον Αμερικανο-Βρετανό Άνγκους Ντίτον για την έρευνά του πάνω στις επιπτώσεις της κατανάλωσης.