Προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη για την σοβιετική επίθεση στη χώρα στις 13 Ιανουαρίου 1991
Έξι Λιθουανοί προσέφυγαν σήμερα σε δικαστήριο ζητώντας να καταδικαστεί ο πρώην ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ για έγκλημα πολέμου κατά της ανεξαρτησίας αυτής της χώρας της Βαλτικής, κατά τη φονική σοβιετική επίθεση της 13ης Ιανουαρίου 1991.
Με την ευκαιρία της 31ης επετείου από τις συγκρούσεις αυτές, αυτοί οι συγγενείς των θυμάτων ζητούν δικαιοσύνη. Κατά την επίθεση, 14 άοπλοι πολίτες έχασαν τη ζωή τους και περισσότεροι από 700 άλλοι άνθρωποι τραυματίστηκαν. Χιλιάδες υποστηρικτές της ανεξαρτησίας συγκεντρώθηκαν γύρω από τον πύργο του κτιρίου της ραδιοτηλεόρασης και άλλα σημαντικά κτίρια της πρωτεύουσας στην προσπάθεια να εμποδίσουν την κατάληψή τους από τους Ρώσους.
Το 2019 λιθουανικό δικαστήριο καταδίκασε δεκάδες αξιωματούχους της σοβιετικής εποχής για εγκλήματα πολέμου, αλλά οι εισαγγελείς της χώρας αρνήθηκαν να ερευνήσουν τον Γκορμπατσόφ, 90 ετών σήμερα, ο οποίος ασκούσε εκείνη την εποχή την εξουσία. Η άρνηση αυτή προκάλεσε την οργή των εναγόντων. Οι τελευταίοι δηλώνουν πως ο σοβιετικός στρατός τελούσε υπό τον έλεγχο του πρώην ηγέτη της ΕΣΣΔ , ο οποίος δεν κατάφερε να εμποδίσει αυτό το «διεθνές έγκλημα» κατά των Λιθουανών, που επιδίωκαν την ελευθερία έπειτα από 50 χρόνια σοβιετικής κατοχής.
«Είναι φανερό πως οι ενέργειες των στρατιωτικών δυνάμεων δεν θα ήταν δυνατές χωρίς έναν συντονισμό με τον Γκορμπατσόφ», δήλωσε ο Ρομπέρτας Ποβιλάιτις, που έχασε τον πατέρα του. Πιστεύει πως η δίκη είναι «πολύ σημαντική», αλλά εάν δεν εξετασθεί η ευθύνη του επικεφαλής του σοβιετικού στρατού «η απόδοση δικαιοσύνης δεν θα είναι πλήρης».
Η πλειονότητα των 67 ανθρώπων κρίθηκαν ένοχοι για εγκλήματα πολέμου στη Λιθουανία ερήμην, κυρίως ο πρώην υπουργός Άμυνας της Σοβιετικής Ένωσης, Ντμίτρι Γιαζόφ, ο οποίος απεβίωσε το 2020. Μπορεί πολλοί Λιθουανοί αξιωματούχοι της σοβιετικής εποχής να έχουν φυλακιστεί για τις πράξεις τους, όμως άλλοι ύποπτοι διαφεύγουν στη Ρωσία και στη Λευκορωσία.
Η Λιθουανία και οι άλλες χώρες της Βαλτικής, η Λετονία και η Εσθονία, εξασφάλισαν τη διεθνή αναγνώρισή τους αργότερα το 1991, έπειτα από πέντε δεκαετίες σοβιετικής κατοχής, προτού ενταχθούν στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ το 2004.