Ο δράστης που συνελήφθη είναι Δανός που έχει εξισλαμιστεί και ριζοσπαστικοποιηθεί
«Νόμιζα ότι βρισκόμουν στην Καμπούλ»: οι αυτόπτες μάρτυρες από την επίθεση με τόξο στη Νορβηγία αφηγήθηκαν σήμερα τη φρίκη που αντίκρισαν στις γειτονιές τους το απόγευμα της Τετάρτης.
Η ήσυχη πόλη Κόνγκσμπεργκ στη Νορβηγία, όπου συνήθως δεν συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα, έχει βυθιστεί στο πένθος. Την Τετάρτη, επί μισή και πλέον ώρα, ένας άνδρας οπλισμένος με τόξο όργωσε τους δρόμους της με τα γραφικά, ξύλινα σπίτια, σκοτώνοντας με τα φονικά βέλη του πέντε ανθρώπους, άγνωστους σ’ αυτόν και τραυματίζοντας άλλους τρεις.
Ο ύποπτος συνελήφθη: Είναι ένας Δανός πολίτης, ο Έσπεν Άντερσεν Μπρόθεν, 37 ετών, που κατοικούσε εδώ και πολλά χρόνια στο Κόνγκσμπεργκ και, σύμφωνα με την αστυνομία, έχει εξισλαμιστεί και ριζοσπαστικοποιηθεί.
Το κίνητρο της επίθεσης παραμένει αδιευκρίνιστο αλλά προς το παρόν οι υπηρεσίες ασφαλείας κάνουν λόγο για «τρομοκρατική ενέργεια».
Ο Τόμας Νίλσεν βρισκόταν στο σπίτι του όταν άκουσε κραυγές. Στο μυαλό του ήρθαν σκηνές πολέμου. «Νόμιζα ότι ήμουν στην Καμπούλ», είπε χαρακτηριστικά.
Η τραγωδία εκτυλίχθηκε σε πολλά σημεία της πόλης: σε ένα σουπερμάρκετ, έξω από το οποίο υπήρχαν σήμερα αστυνομικοί φρουροί, και στους γύρω δρόμους. Σε άλλες γειτονιές, η αστυνομική παρουσία ήταν ελάχιστη, υπογραμμίστηκε στο ΑΠΕ ΜΠΕ.
Τα πέντε θύματα είναι τέσσερις γυναίκες και ένας άνδρας ηλικίας από 50 έως 70 ετών. Η αστυνομία απέφυγε να δώσει στη δημοσιότητα τα στοιχεία τους. Έξω από την εκκλησία, κάποιοι άφησαν δυο αναμμένα κεριά.
«Άκουσα κραυγές παιδιών, γαυγίσματα, μετά ένα ελικόπτερο να πετάει γύρω από το σπίτι μου. Δεν κοιμήθηκα το βράδυ», παραδέχτηκε ένας άλλος μάρτυρας, ο Τέριε Κρίστιανσεν. Όταν πήγε να ψωνίσει, σήμερα το πρωί, λίγες ώρες μετά την επίθεση, κατευθύνθηκε σε ένα κατάστημα στην άλλη πλευρά της πόλης. «Κοιτούσα και λίγο πίσω μου», ομολόγησε φοβισμένος.
Στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς του Κρίστιανσεν ο ύποπτος τραυμάτισε με τα βέλη του έναν αστυνομικό εκτός υπηρεσίας. Σύμφωνα με την αστυνομία, η ζωή του δεν διατρέχει κίνδυνο.
Ο Κνουτ Όλαφ Ουφ κάπνιζε στο κατώφλι του όταν έγινε το αδιανόητο.
«Είδα έναν φίλο μου να κρύβεται πίσω από ένα αυτοκίνητο και ξαφνικά άκουσα ένα κλικ. Ήμουν τοξοβόλος και αναγνώρισα τον ήχο του τόξου και του βέλους που έπεσε στο πεζοδρόμιο. Μετά, είδα έναν άνδρα να βγάζει βιαστικά ένα παιδί από ένα όχημα και να τρέχει προς το σπίτι μου», αφηγήθηκε.
Σε μια σκηνή που θύμιζε γουέστερν, ο Μπρόθεν, πριν συλληφθεί, εκτόξευσε μερικά βέλη προς τους αστυνομικούς οι οποίοι απάντησαν πυροβολώντας στον αέρα. Κατά την ανάκρισή του, τη νύχτα, ομολόγησε τις πράξεις του.
Ο Μπρόθεν θα εξεταστεί από ψυχιάτρους και αύριο ένας δικαστής θα αποφασίσει αν θα τεθεί υπό προσωρινή κράτηση.
Ο Σβέιν Βέσταντ ετοίμαζε το δείπνο του όταν άκουσε αναταραχή, φωνές και έναν πυροβολισμό –προφανώς από τους αστυνομικούς που πυροβόλησαν στον αέρα– από το ανοιχτό παράθυρό του. «Συνέχισα να μαγειρεύω. Ούτε λόγος να βγω έξω», είπε. Αμέσως μετά άκουσε και είδε τις σειρήνες και τα φώτα ασθενοφόρων και περιπολικών στη γειτονιά του. Σκέφτηκε ότι η αστυνομία είχε πάει να συλλάβει κάποιον στο διπλανό σπίτι.
Ο Βέσταντ γνώριζε ένα από τα θύματα που σκοτώθηκε λίγα μέτρα πιο πέρα, στον ίδιο δρόμο.
«Δεν συνηθίζω να βγάζω το τηλέφωνό μου για να τραβήξω φωτογραφίες σε τέτοιες καταστάσεις. Τηλεφώνησα όμως στην αστυνομία και μου είπαν να κάτσω στο σπίτι μου. Αυτομάτως, έγινε ακόμη πιο απίθανο να βγω έξω», κατέληξε.