Τι δείχνει νέα μελέτη
Οι άνθρωποι με πιο προχωρημένο διαβήτη αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου εάν μολυνθούν από τον κορονοϊό, όπως αναφέρει μία νέα διεθνής επιστημονική έρευνα. Σύμφωνα με τη μελέτη, τον μεγαλύτερο κίνδυνο για βαριά ή θανατηφόρα Covid-19 έχουν οι ηλικιωμένοι παχύσαρκοι διαβητικοί άνδρες με άλλα υποκείμενα νοσήματα, που κάνουν χρήση ινσουλίνης και στατινών.
Η νέα μελέτη (συστηματική επισκόπηση και μετα-ανάλυση), με επικεφαλής τη δρα Σαμπρίνα Σλέσινγκερ του Γερμανικού Κέντρου Διαβήτη του Πανεπιστημίου Χάινριχ Χάινε του Ντίσελντορφ, η οποία παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD), αξιολόγησε 60 έρευνες που αφορούσαν συνολικά 44.509 ανθρώπους από 18 χώρες.
Διαπιστώθηκε ότι οι άνδρες με διαβήτη είναι 39% πιθανότερο να πεθάνουν από την Covid-19 σε σχέση με τις διαβητικές γυναίκες, ενώ οι ασθενείς άνω των 65 ετών με διαβήτη έχουν υπερτριπλάσια πιθανότητα να πεθάνουν λόγω κορονοϊού σε σχέση με τους κάτω των 65 ετών. Για κάθε πρόσθετο έτος στην ηλικία, ο σχετικός κίνδυνος θανάτου ενός διαβητικού από Covid-19 αυξάνει κατά 5%. Οι παχύσαρκοι διαβητικοί έχουν 47% μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου λόγω κορονοϊού, σε σχέση με τους διαβητικούς που έχουν κανονικό βάρος (δείκτη μάζας σώματος 18,5-25).
Οι ασθενείς που χρησιμοποιούν έξτρα ινσουλίνη για να ελέγχουν το επίπεδο του σακχάρου τους (συνήθως αυτό σημαίνει ότι βρίσκονται σε πιο προχωρημένο στάδιο), έχουν 79% μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από Covid-19, σε σχέση με όσους δεν χρειάζονται ινσουλίνη για τον έλεγχο του διαβήτη τους. Αντίθετα, όσοι κάνουν θεραπεία με μετφορμίνη, έχουν 37% μικρότερη πιθανότητα θανάτου από κορονοϊό.
Οι διαβητικοί με υποκείμενα νοσήματα έχουν πρόσθετο κίνδυνο. Έτσι, εκείνοι με καρδιαγγειακή νόσο έχουν κατά 39% αυξημένο κίνδυνο θανάτου από Covid-19, εκείνοι με χρόνια νεφρική νόσο κατά 81% και αυτοί με Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια κατά 23%. Εξάλλου, η χρόνια χρήση στατινών που μειώνουν τη χοληστερίνη συνδέεται με 75% αυξημένη πιθανότητα θανάτου των διαβητικών από κορονοϊό. Ακόμη, ο κίνδυνος είναι κατά 15% αυξημένος για τους διαβητικούς με αυξημένα επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης, η οποία αποτελεί δείκτη συστημικής φλεγμονής στον οργανισμό.
Μία δεύτερη διεθνής έρευνα (συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση), η πρώτη του είδους της, με επικεφαλής την καθηγήτρια Κλαούντια Έμπερλε του γερμανικού Πανεπιστημίου Εφαρμοσμένων Επιστημών στη Φούλντα, η οποία παρουσιάστηκε στο ίδιο συνέδριο, βρήκε ότι στη διάρκεια των lockdowns λόγω της πανδημίας υπήρξε σημαντική βελτίωση στον έλεγχο του σακχάρου του αίματος στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 («παιδικό»), ενώ αντίθετα επιδεινώθηκε η κατάσταση σε εκείνους με διαβήτη τύπου 2.
Η μελέτη, η οποία αξιολόγησε 33 έρευνες που αφορούσαν περισσότερους από 4.700 ασθενείς σε δέκα χώρες, αποδίδει τη βελτίωση των διαβητικών τύπου 1 (μείωση του μέσου επιπέδου της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης τους) στο ότι εν μέσω lockdown είχαν περισσότερο χρόνο να φροντίσουν τον εαυτό τους, να τρώνε πιο υγιεινά και να επιτηρούν πιο συστηματικά το επίπεδο του σακχάρου τους, εφαρμόζοντας μία πιο σωστή ρουτίνα με οφέλη για την υγεία τους. Από την άλλη, η χειροτέρευση της υγείας των διαβητικών τύπου 2 (αύξηση του μέσου επιπέδου της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης) αποδίδεται στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του lockdown πολλοί ανέπτυξαν ανθυγιεινές διατροφικές και καθιστικές συνήθειες, τρώγοντας περισσότερα σνακ και ασκούμενοι λιγότερο, ενώ αρκετοί έπασχαν επίσης από αϋπνία, αυξημένο στρες και άγχος.
Σχεδόν ένας στους δέκα ανθρώπους 20-79 ετών στον κόσμο -συνολικά περισσότεροι από 463 εκατομμύρια ενήλικες- ζουν με διαβήτη. Ο διαβήτης τύπου 1 είναι η δεύτερη συχνότερη χρόνια πάθηση στα παιδιά. Ευθύνεται για το 85% των περιστατικών διαβήτη στις ηλικίες κάτω των 20 ετών, ενώ παρουσιάζει αυξητική τάση. Ο διαβήτης τύπου 2 αφορά περίπου το 90% των διαβητικών και συνήθως εμφανίζεται σε μεγαλύτερη ηλικία. Και στις δύο περιπτώσεις, ο κακός έλεγχος του σακχάρου μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, όπως εμφράγματα, εγκεφαλικά, νεφρική νόσο, απώλεια όρασης κ.ά. Επιπλέον, οι διαβητικοί, όπως δείχνουν και οι νέες μελέτες, ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού απέναντι στον κορονοϊό.