«Ασφαλώς ένα πρώτο μήνυμα για εμάς θα είναι η σύνθεση της κυβέρνησης»
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κινηθεί με βάση συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη συνεργασία με το ισλαμιστικό καθεστώς των Ταλιμπάν ώστε να προσφερθεί βοήθεια στους πολίτες του Αφγανιστάν, συμφώνησαν χθες, Παρασκευή (03/09) οι ευρωπαίοι υπουργοί Εξωτερικών στη Σλοβενία, χωρίς να καταστήσουν σαφές τι θα κάνουν εάν παραβιαστούν οι κόκκινες γραμμές τους.
«Για να υποστηρίξουμε τον πληθυσμό του Αφγανιστάν, θα χρειαστεί να συζητάμε με τη νέα κυβέρνηση του Αφγανιστάν», συνόψισε ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, ο Τζουζέπ Μπορέλ.
Αφγανιστάν: Οι όροι της ΕΕ για συνεργασία
Οι Ταλιμπάν θα πρέπει πριν απ’ όλα να εγγυηθούν πως το Αφγανιστάν δεν θα φιλοξενεί τρομοκράτες, οι οποίοι θα μπορούσαν να σχεδιάσουν επιθέσεις σε άλλες χώρες, όπως στο παρελθόν, αν θέλουν διμερή συνεργασία, τόνισε ο κ. Μπορέλ.
Το νέο καθεστώς θα πρέπει να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδίως τα δικαιώματα των γυναικών, και την ελευθερία του Τύπου· να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς αποκλεισμούς· να επιτρέπει απρόσκοπτη πρόσβαση στην ανθρωπιστική βοήθεια· και να αφήσει τους ξένους πολίτες και τους πιο ευάλωτους Αφγανούς να εγκαταλείψουν τη χώρα, πρόσθεσε ο Ισπανός.
Αυτός ο «επιχειρησιακός διάλογος» και η συνεργασία με τους Ταλιμπάν δεν συνεπάγεται αναγνώριση του καθεστώτος τους, σημείωσε ο κ. Μπορέλ, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η συνεργασία «θα εξαρτηθεί από την εκπλήρωση αυτών των προϋποθέσεων», επέμεινε ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ μιλώντας σε δημοσιογράφους. «Ορισμένοι θα πουν ‘μα οι Ταλιμπάν δεν πρόκειται να τις εκπληρώσουν’. Ας το δούμε», συμπλήρωσε.
Προσπάθειες να βρεθούν τρόποι πίεσης
Η ΕΕ, από τους μείζονες χορηγούς βοήθειας στο Αφγανιστάν, τόσο αναπτυξιακής όσο και ανθρωπιστικής, δεν έχει πλέον τρόπο να ασκήσει πίεση στη χώρα της κεντρικής Ασίας μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν τη 15η Αυγούστου, καθώς αποχωρούσαν οι δυνάμεις των ΗΠΑ και του NATO που απέμεναν.
Ο κ. Μπορέλ έχει ήδη καταστήσει σαφές πως δεν καταβληθεί καμία δόση της ευρωπαϊκής αναπτυξιακής βοήθειας στο Αφγανιστάν που προβλεπόταν για το διάστημα 2021-2025, η οποία θα ανερχόταν σε 1,2 δισεκ. ευρώ, αν δεν ξεκαθαρίσει πρώτα η εικόνα όσον αφορά τη συνεργασία με τους Ταλιμπάν.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, ο Χάικο Μάας, προειδοποίησε χθες ότι το Αφγανιστάν κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπο με «ανθρωπιστική καταστροφή» όταν έρθει ο χειμώνας και κάλεσε να αναληφθεί άμεσα δράση για να αποτραπεί το ενδεχόμενο αυτό.
«Νομίζω πως υπάρχουν δυνατότητες να συμβάλουμε με μέτρα σταθεροποίησης και αναπτυξιακή συνεργασία», πρόσθεσε ο κ. Μάας.
Όπως και η ΕΕ, η Γερμανία έχει αναστείλει τη χωριστή, εθνική αναπτυξιακή βοήθειά της στο Αφγανιστάν μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν. Βρυξέλλες και Βερολίνο πάντως δεσμεύονται να προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια στους εκτοπισμένους και στους πρόσφυγες εντός κι εκτός της χώρας.
Ο κ. Μάας ανέφερε προχθές Πέμπτη πως η Γερμανία θα μπορούσε δυνητικά να ξαναρχίσει να χορηγεί αναπτυξιακή βοήθεια, υπό ορισμένους όρους. Το Αφγανιστάν θα λάμβανε ως και 430 εκατ. ευρώ τον χρόνο από το Βερολίνο εάν συνέβαινε αυτό.
Ερωτηθείς χθες πόσο γρήγορα θεωρεί ότι θα μπορούσε να αρχίσει να ρέει ξανά η γερμανική αναπτυξιακή βοήθεια προς την ασιατική χώρα, ο επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας σημείωσε πως αυτό θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν τις αμέσως προσεχείς ημέρες.
«Ασφαλώς ένα πρώτο μήνυμα για εμάς θα είναι η σύνθεση της κυβέρνησης» που θα σχηματίσουν οι Ταλιμπάν, «το οποίο θα πρέπει να αξιολογήσουμε», έκρινε.
Οι όροι που έθεσε ο κ. Μπορέλ «δεν είναι διαπραγματεύσιμοι για εμάς», ξεκαθάρισε, πάντως «ασφαλώς κανένας δεν έχει ψευδαισθήσεις πως θα εκπληρωθούν όλοι στο 100% τις επόμενες ημέρες», θα πρόκειται για «μακροπρόθεσμο καθήκον» να εξασφαλιστεί η τήρησή τους, είπε.
«Αν θέλουμε να βοηθήσουμε τους Αφγανούς, θα χρειαστεί να έχουμε ανθρώπους επιτόπου»
Οι Ταλιμπάν ετοιμάζονται να ανακοινώσουν τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης του Αφγανιστάν σχεδόν τρεις εβδομάδες αφότου κατέλαβαν την Καμπούλ.
Αρκετοί στο Αφγανιστάν και διεθνώς εύχονται να δουν μια κυβέρνηση που θα συμπεριλαμβάνει κι άλλες προσωπικότητες, πέραν των στελεχών του υπερσυντηρητικού ισλαμιστικού κινήματος.
Για να επιτευχθεί η ασφαλής αποχώρηση των ανθρώπων που μένει να απομακρυνθούν από το Αφγανιστάν, οι χώρες της ΕΕ θέλουν να αποκτήσουν ξανά «μια παρουσία» στην Καμπούλ, αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από το εάν θα το επιτρέπουν «οι συνθήκες ασφαλείας». Αν η ασφάλεια δεν είναι εγγυημένη, «θα πηγαίνουμε στη Ντόχα», την πρωτεύουσα του Κατάρ, όπου εδρεύει πολιτική αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν, διευκρίνισε ο Τζουζέπ Μπορέλ. Σε κάθε περίπτωση, «δεν πρόκειται να ανοίξουμε ξανά αντιπροσωπεία ούτε να εγκαταστήσουμε κάποιον επικεφαλής της αντιπροσωπείας σαν να μην έχει συμβεί τίποτα», συμπλήρωσε.
Οι ευρωπαίοι διπλωμάτες έχουν όλοι εγκαταλείψει το Αφγανιστάν: μετέβησαν σε γειτονικά κράτη ή επαναπατρίστηκαν. Ωστόσο η ΕΕ ανησυχεί πως η διπλωματική απουσία της θα αφήσει ελεύθερο το πεδίο σε χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν, το Πακιστάν και το Κατάρ, οι πρεσβείες των οποίων παραμένουν ανοικτές.
Ο Χάικο Μάας τόνισε επίσης πως οι χώρες της ΕΕ θα χρειαστούν «εγγυήσεις για την ασφάλεια» προτού στείλουν πίσω διπλωμάτες. «Αν θέλουμε να βοηθήσουμε τους Αφγανούς, θα χρειαστεί να έχουμε ανθρώπους επιτόπου», αναγνώρισε πάντως.
Ο επικεφαλής της διπλωματίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρθηκε ακόμη στην ανάγκη να συνεχιστεί, μέσω μιας «περιφερειακής πολιτικής πλατφόρμας» η συνεργασία με χώρες που γειτονεύουν με το Αφγανιστάν.
Την Τρίτη, στο συμβούλιο των υπουργών Εσωτερικών, οι 27 δεσμεύθηκαν να υποστηρίξουν τις χώρες της περιοχής που υποδέχονται πρόσφυγες από το Αφγανιστάν.
Η ΕΕ θέλει να αποτρέψει μαζικές μεταναστευτικές ροές προς τα κράτη μέλη της ανάλογες με αυτές της κρίσης του 2015 — κάτι πάντως που δεν διαφαίνεται μέχρι στιγμής.
Το Πακιστάν και το Ιράν έχουν υποδεχθεί τους περισσότερους αφγανούς πρόσφυγες.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας Λουίτζι ντι Μάγιο ετοιμάζεται να ταξιδέψει στο Ουζμπεκιστάν, στο Τατζικιστάν, στο Πακιστάν και στο Κατάρ. Τόνισε πως η Ρώμη σκοπεύει να βοηθήσει τις χώρες που γειτονεύουν με το Αφγανιστάν να διαχειριστούν τις προσφυγικές ροές.
«Πρέπει να διαχειριστούμε αυτή που θα μπορούσε να μετατραπεί σε μαζική έξοδο προς την Ευρώπη, την οποία πρέπει να αποφύγουμε», είπε ο επικεφαλής της ιταλικής διπλωματίας.