Πιστεύουν ότι απειλούνται τα δικαιώματα των πολιτών
Την απαγόρευση της συνεχούς εμπορικής παρακολούθησης στο διαδίκτυο μέσω των διαφημίσεων, ζητούν από τις δημόσιες αρμόδιες αρχές και απ' τις δύο πλευρές του Ατλαντικού μέσω επιστολών, 55 οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών (μεταξύ αυτών και η ΕΚΠΟΙΖΩ) και πάνω από 20 εμπειρογνώμονες.
Αυτό γνωστοποιεί με ανακοίνωσή της η Ένωση Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής (ΕΚΠΟΙΖΩ) και διευκρινίζει πως νέα μελέτη από τη Νορβηγική Οργάνωση Καταναλωτών (NCC) αναδεικνύει τις αρνητικές συνέπειες που η εν λόγω πρακτική έχει για τους καταναλωτές αλλά και την κοινωνία εν γένει.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, «σε καθημερινή βάση οι καταναλωτές εκτίθενται σε συνεχή εμπορική παρακολούθηση μέσω του διαδικτύου. Η εν λόγω πρακτική οδηγεί σε χειραγώγηση, όπως και σε διάφορες μορφές απάτης, σε διακρίσεις και παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής. Εν ολίγοις, συλλέγονται πληροφορίες για τις προτιμήσεις μας, τις αγορές, την ψυχική και σωματική υγεία, τον σεξουαλικό μας προσανατολισμό, την τοποθεσία και τις πολιτικές μας απόψεις, τα οποία χρησιμοποιούνται συνδυαστικά, με το πρόσχημα της στοχευμένης διαφήμισης.
Η συλλογή και ο συνδυασμός πληροφοριών αναφορικά με εμάς δεν παραβιάζει μόνο το δικαίωμά μας στην ιδιωτικότητα, αλλά μας καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτους σε κάθε μορφή χειραγώγησης, σε διάφορες διακρίσεις και συγκεκριμένες μορφές απάτης, τα οποία έχουν αρνητικό αντίκτυπο και βλάπτουν τα άτομα, όπως και την κοινωνία στο σύνολό της».
Όπως υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση, στην Ευρώπη, το νέο σχέδιο νόμου για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA) δύναται να ορίσει το νομικό πλαίσιο για την εν λόγω απαγόρευση. Στις ΗΠΑ, τα αρμόδια νομοθετικά όργανα πρέπει να επωφεληθούν από την ευκαιρία και να θεσπίσουν πλήρη νομοθεσία για την προστασία της ιδιωτικότητας και των καταναλωτών εν γένει.
Υπενθυμίζεται ότι σε πρόσφατη νορβηγική έρευνα που διεξήγαγε η YouGov για τη Νορβηγική Οργάνωση Καταναλωτών (NCC), οι καταναλωτές δήλωσαν με σαφήνεια, ότι δεν επιθυμούν την εμπορική παρακολούθηση. Μόνο ένας στους δέκα ήταν θετικός ως προς τις εταιρείες που συλλέγουν τα προσωπικά τους δεδομένα στο διαδίκτυο, ενώ μόνο ένας στους πέντε ανέφερε ότι αποδέχεται τις διαφημίσεις που βασίζονται σε προσωπικές πληροφορίες. Παρόμοιες έρευνες στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες αναφέρουν τα ίδια αποτελέσματα.
«Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός, συνεχίζει η ΕΚΠΟΙΖΩ, οι περισσότεροι από εμάς δεν θέλουμε να μας κατασκοπεύουν στο διαδίκτυο ή να λαμβάνουμε διαφημίσεις που βασίζονται στην παρακολούθηση και στο προφίλ μας. Τα αποτελέσματα των ερευνών δίνουν ένα ισχυρό μήνυμα στα αρμόδια όργανα χάραξης πολιτικής, ως προς την ορθή χρήση του διαδικτύου.
Δημόσιοι φορείς και οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, τάσσονται κατά των εν λόγω παρεμβατικών πρακτικών. Για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (EDPS) έχουν ήδη προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες, ούτως ώστε να επιτευχθεί η σταδιακή κατάργηση και απαγόρευση της στοχευμένης διαφήμισης. Ένας συνασπισμός οργανώσεων Καταναλωτών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες ζήτησαν παρόμοια απαγόρευση».
Η έκθεση της Νορβηγικής Οργάνωσης Καταναλωτών (NCC) «Ώρα για την απαγόρευση της στοχευμένης διαφήμισης» αναφέρει τις ποικίλες βλαβερές συνέπειες που μπορεί να έχει η διαφήμιση που βασίζεται στην παρακολούθηση των ατόμων και της κοινωνίας.
Συγκεκριμένα η έκθεση αναφέρεται σε:
1. Χειραγώγηση: Εταιρείες με πλήρη και λεπτομερή πληροφόρηση για εμάς μπορούν να προβούν στη διαμόρφωση και αποστολή μηνυμάτων, στις περιπτώσεις που θέλουν να επικοινωνήσουν μαζί μας όταν είμαστε ευάλωτοι. Για παράδειγμα, να μας επηρεάσουν ή να διαφημίσουν προϊόντα απώλειας βάρους, μη υγιεινό φαγητό ή τυχερά παιχνίδια.
2. Διάκριση: Η αυτοματοποίηση των εργαλείων μάρκετινγκ που βασίζονται στην παρακολούθηση, αυξάνει τον κίνδυνο διακρίσεων. Για παράδειγμα αποκλείονται καταναλωτές με βάση το εισόδημα, το φύλο, το γένος, την εθνικότητα ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την τοποθεσία ή εξωθούνται ορισμένοι καταναλωτές να πληρώνουν περισσότερα για προϊόντα ή υπηρεσίες.
3. Παραπληροφόρηση: Η έλλειψη ελέγχου ως προς τον τρόπο που εμφανίζονται οι διαφημίσεις, μπορεί να προωθήσει και να χρηματοδοτήσει ψευδές ή κακόβουλο περιεχόμενο. Το συγκεκριμένο επίσης, θέτει σημαντικές προκλήσεις στους εκδότες δικτυακών τόπων, διαφημιζόμενους και διαφημιστικές εταιρείες, ως προς τα έσοδα, τη δυσφήμιση και την αδιαφανή αλυσίδα εφοδιασμού.
4. Υπονόμευση του ανταγωνισμού: Το επιχειρηματικό μοντέλο παρακολούθησης, ευνοεί τις εταιρείες που συλλέγουν και επεξεργάζονται δεδομένα από διαφορετικές υπηρεσίες και πλατφόρμες. Το εν λόγω καθιστά δύσκολο στις μικρές επιχειρήσεις να τους ανταγωνίζονται και επηρεάζει αρνητικά στις εταιρείες που σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των καταναλωτών.
5. Κίνδυνους ασφάλειας: Όταν χιλιάδες εταιρείες συλλέγουν και επεξεργάζονται μεγάλο μέρος προσωπικών δεδομένων, αυξάνεται ο κίνδυνος κλοπής της ταυτότητας, της απάτης και του εκφοβισμού. Το ΝΑΤΟ περιέγραψε αυτή τη συλλογή δεδομένων ως κίνδυνο εθνικής ασφάλειας.
6. Παραβιάσεις απορρήτου: Η συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων πραγματοποιείται με λίγο ή καθόλου έλεγχο, τόσο από μεγάλες εταιρείες, όσο και από εταιρείες που είναι άγνωστες στους περισσότερους καταναλωτές. Οι καταναλωτές δεν έχουν τον τρόπο να γνωρίζουν τα δεδομένα που συλλέγονται, σε ποιον κοινοποιούνται οι πληροφορίες αυτές και πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Εν ολίγοις, αναφέρει η ΕΚΠΟΙΖΩ, καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερή η δικαιολόγηση των αρνητικών συνεπειών του εν λόγω συστήματος. Μια απαγόρευση θα συμβάλει σε μια υγιέστερη αγορά που θα προστατεύει τα άτομα και την κοινωνία.
Εναλλακτικές λύσεις
Η σχετική έκθεση της Νορβηγικής Οργάνωσης Καταναλωτών (NCC) προτείνει εναλλακτικά μοντέλα ψηφιακής διαφήμισης, τα οποία δεν εξαρτώνται από την παρακολούθηση των καταναλωτών και παρέχουν στους διαφημιζόμενους και στις εταιρείες, περισσότερη εποπτεία και έλεγχο αναφορικά με τον τρόπο τοποθέτησης και εμφάνισης των διαφημίσεων. Είναι δυνατή η πώληση διαφημιστικού χώρου χωρίς να βασίζεται σε προσωπικές λεπτομέρειες για τους καταναλωτές. Λύσεις ήδη υπάρχουν ως προς την εμφάνιση διαφημίσεων σε σχετικό περιβάλλον, ή όταν οι καταναλωτές δίνουν από μόνοι τους τη συγκατάθεσή τους για τις διαφημίσεις που θέλουν να παρακολουθήσουν.
Όπως επισημαίνεται, η απαγόρευση της στοχευμένης διαφήμισης θα ανοίξει επίσης το δρόμο για μια πιο διαφανή διαφημιστική αγορά και θα περιορίσει την ανάγκη για κοινή χρήση μεγάλων τμημάτων των εσόδων από διαφημίσεις με τρίτα μέρη, όπως η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των διαμεσολαβητών. Οι ίσοι όροι ανταγωνισμού, θα μπορούσαν να δώσουν στους διαφημιζόμενους και στους παρόχους περιεχομένου μεγαλύτερο έλεγχο και να διατηρήσουν επίσης μεγαλύτερο μερίδιο εσόδων.
Η Ε.Κ.ΠΟΙ.ΖΩ. με επιστολή της προς τα αρμόδια υπουργεία και τις δημόσιες αρχές, ζητά τη διερεύνηση των ζητημάτων που προέκυψαν στα πλαίσια της έρευνας του Νορβηγικού Συμβουλίου Καταναλωτών.
«Η εν λόγω συντονισμένη προσπάθεια δείχνει την αυξανόμενη αποφασιστικότητα των καταναλωτών ως προς την προστασία των ψηφιακών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους και των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών να δώσουν ένα τέλος στο διαδεδομένο επιχειρηματικό μοντέλο της κατασκοπείας του κοινού εν γένει» καταλήγει η ανακοίνωση.