Η παραγωγή των εμβολίων πρέπει να πραγματοποιείται στην ΕΕ και τα κύρια συστατικά να προέρχονται από την ΕΕ
Σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέγραψε τρίτη σύμβαση με τις φαρμακευτικές εταιρείες BioNTech και Pfizer για 1,8 δισεκατομμύριο δόσεις του εμβολίου κατά της covid19. To συμβόλαιο υπογράφεται για λογαριασμό όλων των κρατών μελών της ΕΕ από τα τέλη του 2021 έως το 2023.
Συγκεκριμένα, το συμβόλαιο προβλέπει την αγορά 900 εκατομμυρίων δόσεων του υφιστάμενου εμβολίου, καθώς και ενός εμβολίου προσαρμοσμένου στις παραλλαγές, με τη δυνατότητα αγοράς επιπλέον 900 εκατομμυρίων δόσεων.
Σύμφωνα με τη σύμβαση, η παραγωγή των εμβολίων πρέπει να πραγματοποιείται στην ΕΕ και τα κύρια συστατικά να προέρχονται από την ΕΕ.
Στη σύμβαση ορίζεται επίσης ότι, από την έναρξη του εφοδιασμού το 2022, η παράδοση στην ΕΕ είναι εγγυημένη. «Η έγκαιρη παράδοση των δόσεων είναι διασφαλισμένη χάρη στην εδραιωμένη συνεργασία με τις εταιρείες στο πλαίσιο των ισχυουσών συμβάσεων και των εφαρμοζόμενων ρυθμίσεων», τονίζει σε ανακοίνωσή της η Επιτροπή.
Επιπλέον, έχει ενισχυθεί η δυνατότητα των κρατών-μελών να μεταπωλούν ή να δωρίζουν δόσεις σε χώρες που τις έχουν ανάγκη εκτός ΕΕ ή μέσω του μηχανισμού COVAX.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι αυτή η νέα σύμβαση θα ενισχύσει την ικανότητα παραγωγής εμβολίων της ΕΕ, καθιστώντας έτσι δυνατή την εξυπηρέτηση άλλων αγορών σε ολόκληρο τον κόσμο.
«Με την υπογραφή μας, η νέα σύμβαση τίθεται πλέον σε ισχύ, γεγονός που αποτελεί καλή είδηση για τον μακρύ αγώνα μας με στόχο την προστασία των Ευρωπαίων πολιτών από τον ιό και τις παραλλαγές του! Διασφαλίζεται η παραγωγή και η παράδοση στην ΕΕ έως και 1,8 δισ. δόσεων. Οι δυνητικές συμβάσεις με άλλους παρασκευαστές θα ακολουθούν το ίδιο μοντέλο, προς όφελος όλων», δήλωσε η Πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Από την πλευρά της, η Επίτροπος Υγείας Στέλλα Κυριακίδου δήλωσε: «Πρέπει να έχουμε πρόσβαση σε προσαρμοσμένα εμβόλια για την προστασία μας από την απειλή των παραλλαγών και σε επαναληπτικά εμβόλια για την παράταση της ανοσίας, καθώς και να προστατεύσουμε τον νεότερο πληθυσμό μας. Εστιάζουμε κατά προτεραιότητα σε τεχνολογίες που έχουν αποδείξει την αξία τους, όπως τα εμβόλια mRNA, αλλά κρατάμε ανοικτές τις επιλογές μας».