Συνεχίζονται οι μαζικές διαδηλώσεις
Οι Ροχίνγκια στη Μιανμάρ, που έχουν γνωρίσει χρόνια διώξεων και περιπλανήσεων, ανησυχούν για την επιστροφή στην εξουσία των στρατιωτικών, φοβούμενοι ένα νέο κύμα βίας στην πολιτεία Ραχίν στην οποία άλλες κοινότητες έχουν εκφράσει τη στήριξή τους προς τους πραξικοπηματίες.
Μεγάλος μέρος της μουσουλμανικής αυτής μειονότητας, απάτριδες και διωκόμενοι εδώ και καιρό, έχουν καταφύγει σε υπερπλήρεις καταυλισμούς από τους οποίους δεν έχουν δικαίωμα να βγαίνουν, ενώ δεν έχουν καν πρόσβαση σε ιατρικη φροντίδα καθώς ζουν σε συνθήκες “απαρτχάιντ” όπως καταγγέλλουν υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι Ροχίνγκια δεν έχουν ξεχάσει τις διώξεις του στρατού το 2017 στη διάρκεια των οποίων ολόκληρα χωριά ισοπεδώθηκαν, ενώ περίπου 750.000 μέλη της μειονότητας αυτής κατέφυγαν στο Μπανγκλαντές για να γλιτώσουν από τις ωμότητες, τους βιασμούς και τις εξωδικαστικές εκτελέσεις.
«Με μια δημοκρατική κυβέρνηση διατηρούσαμε μικρές ελπίδες ότι θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας”, δήλωσε ένας 27χρονος Ροχίνγκια που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, ο οποίος ζει σε έναν καταυλισμό κοντά στη Σίτουε, την πρωτεύουσα της πολιτείας Ραχίν. “Όμως τώρα είναι σίγουρο ότι δεν θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε» πρόσθεσε.
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξετάζει τις κατηγορίες για γενοκτονία εις βάρος των αρχών της Μιανμάρ για τις διώξεις του 2017 στην πολιτεία Ραχίν, όπου ζει η πλειονότητα των Ροχίνγκια.
Ο επικεφαλής του βιρμανικού στρατού Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, επικεφαλής της χούντας, έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι η καταστολή ήταν απαραίτητη προκειμένου να τερματιστεί μια εξέγερση στην πολιτεία Ραχίν.
«Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος (αυτό το καθεστώς) να εξαπολύσει νέο κύμα βίας στη Ραχίν» εκτιμά ο Τουν Κιν πρόεδρος της βρετανικής μη κυβερνητικής οργάνωσης Burma Rohingya Organisation.
Αφού κατέλαβε την εξουσία, η χούντα δεσμεύθηκε να σεβαστεί τα σχέδια επαναπατρισμού των προσφύγων Ροχίνγκια στο Μπανγκλαντές, τα οποία δεν έχουν εφαρμοστεί εδώ και χρόνια.
Όμως «κανείς δεν πιστεύει λέξη από όσα λένε», τονίζει ο Τουν Κιν.
Η Αούνγκ Σαν Σου Τσι, που ανατράπηκε την 1η Φεβρουαρίου από το πραξικόπημα, ήταν η ντε φάκτο ηγέτιδα της Μιανμάρ το 2017 όταν εξαπολύθηκαν οι διώξεις εναντίον των Ροχίνγκια και το 2019 υπερασπίστηκε τον στρατό ενώπιον του ΔΠΔ.
Πέρα από τα σύνορα, στο Μπανγκλαντές, πρόσφυγες Ροχίνγκια έχουν στείλει μηνύματα συμπαράστασης στους διαδηλωτές κατά της χούντας, ζητώντας την επιστροφή της Σου Τσι στην εξουσία.
«Αυτή τη φορά, θα είναι διαφορετικά»
Στην πολιτεία Ραχίν, όπου η πλειονότητα των κατοίκων είναι βουδιστές και ανήκουν στην εθνότητα Αρακάν, συγκλονίζεται εδώ και δεκαετίες από συγκρούσεις.
Τα τελευταία χρόνια ο στρατός έχει αντιμετωπίσει εκεί τους αντάρτες του στρατού του Αρακάν, ο οποίος μάχεται για να κερδίσει μεγαλύτερη αυτονομία για τους βουδιστές κατοίκους της Ραχίν.
Μερικές ημέρες μετά το πραξικόπημα η χούντα αποκατέστησε τη σύνδεση με το διαδίκτυο στην πολιτεία έπειτα από 19 μήνες και επανέλαβε τη δέσμευσή του στη συμφωνία εκεχειρίας με τους αντάρτες.
Εξάλλου το στρατιωτικό καθεστώς ανακοίνωσε ότι ένα μέλος του εθνικιστικού κόμματος της Ραχίν θα συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Παράλληλα απελευθέρωσε, στο πλαίσιο συλλογικής αμνηστίας, τον πρώην επικεφαλής του εθνικιστικού κόμματος Άγιε Μάουνγκ, ο οποίος είχε φυλακιστεί το 2019 έπειτα από ομιλία του με την οποία καλούσε τα μέλη της εθνότητας Αρακάν σε εξέγερση.
Κάποιοι στην περιοχή εκτιμούν ότι μια συμμαχία με τους στρατιωτικούς θα τους δώσει την ευκαιρία στην πολιτεία Ραχίν να κερδίσει περισσότερη αυτονομία.
«Αυτή τη φορά η στρατιωτική κυβέρνηση θα είναι διαφορετική», διαβεβαίωσε ένας κάτοικος της Μίνμπια, σύμφωνα με τον οποίο η ισχύς του εθνικιστικού κόμματος του Αρακάν (ANP) και ο στρατός του Αρακάν προσέφεραν στη εθνότητα του μεγαλύτερο διαπραγματευτικό βάρος.
Άλλοι ωστόσο συμμερίζονται τους φόβους των Ροχίνγκια για την επιστροφή του στρατιωτικού καθεστώτος, αν και η δεκαετία δημοκρατικής εμπειρίας υπό τη Σου Τσι δεν βελτίωσε τις συνθήκες διαβίωσής τους.
Αυξάνεται η πίεση στη χούντα, με τις μαζικές διαδηλώσεις να συνεχίζονται
Εμφάνιση επιτροπών πολιτών κατά της χούντας, μαζικές διαδηλώσεις, απόφαση του ΟΗΕ: την ώρα που οι συλλήψεις αντιφρονούντων αυξάνονται στη Μιανμάρ, η πίεση αυξάνει στους στρατιωτικούς που έχουν αναλάβει την εξουσία μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία και να απελευθερώσουν την ηγέτιδα της χώρας Αούνγκ Σαν Σου Τσι.
Οι κινητοποιήσεις κατά του πραξικοπήματος συνεχίζονται σήμερα με νέες διαδηλώσεις ήδη από το πρωί, για όγδοη συνεχή μέρα.
Χιλιάδες συγκεντρώθηκαν στη Ρανγκούν, οικονομική πρωτεύουσα της Μιανμάρ, ενώ διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους και της πρωτεύουσας Ναϊπιτάου και της Μάνταλεϊ, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης, μετά τις χθεσινές κινητοποιήσεις, τις μαζικότερες που έχουν πραγματοποιηθεί στη χώρα.
«Σταματήστε τις απαγωγές τη νύκτα», έγραφε ένα από τα πανό που κρατούσαν διαδηλωτές στη Ρανγκόν, σε απάντηση στις νυχτερινές επιδρομές των πραξικοπηματιών τις τελευταίες ημέρες.
Από το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου «περισσότεροι από 350 πολιτικοί, εκπρόσωποι του κράτους, ακτιβιστές και μέλη της κοινωνίας των πολιτών --περιλαμβανομένων δημοσιογράφων, μοναχών και φοιτητών-- έχουν τεθεί υπό κράτηση» ανέφερε ο ΟΗΕ σε έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με την κατάσταση στη Μιανμάρ, στη διάρκεια της οποίας έκρινε «απαράδεκτη» τη χρήση βίας εναντίον διαδηλωτών.
Στη διάρκεια αυτής της συνεδρίασης υιοθετήθηκε και απόφαση με την οποία το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ζήτησε την άμεση απελευθέρωση της Αούνγκ Σαν Σου Τσι.
Χθες Παρασκευή το βράδυ συστάθηκαν επιτροπές επαγρύπνησης πολιτών σε όλη τη Μιανμάρ, αρμόδιες να παρακολουθούν τις γειτονικές σε περίπτωση επιχειρήσεων για τη σύλληψη αντιφρονούντων.
Βίντεο που τραβήχτηκε σε συνοικία της Ρανγκούν δείχνει πολλούς κατοίκους να βγαίνουν στον δρόμο, αψηφώντας την απαγόρευση κυκλοφορίας που ισχύει μετά τις 8 το βράδυ μετά τις φήμες για επιχείρηση της αστυνομίας για τη σύλληψη αντιφρονούντων. Χτυπώντας κατσαρόλες και τηγάνια φώναζαν: - «Εμείς, οι κάτοικοι της Σαν Τσάουνγκ είμαστε ενωμένοι;» - «Είμαστε! Είμαστε!»
Στην Πατέιν, μια πόλη της νότιας Μιανμάρ, εκατοντάδες άνθρωποι πραγματοποίησαν πορεία στη διάρκεια της νύκτας προς το δημόσιο νοσοκομείο, κάποιοι κρατώντας σιδηρολοστούς ή ξύλα για να υπερασπιστούν τον διοικητή του, η σύλληψη του οποίου από τον στρατό διαδόθηκε γρήγορα στην πόλη.
Ο γιατρός αυτός, που είχε ενταχθεί στο κίνημα πολιτικής ανυπακοής που ξεκίνησε αμέσως μετά το πραξικόπημα, συνελήφθη την ώρα που φρόντιζε έναν ασθενή.
«Οι αστυνομικοί τον σημάδεψαν με τα όπλα τους και τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει. Δεν έχουμε νέα του έκτοτε», κατήγγειλε η σύζυγός του Που Λάε Του.
Στη Ρανγκούν, γιατροί, φοιτητές και ιδιωτικοί υπάλληλοι πραγματοποίησαν πορεία σε μια από τις κεντρικές αρτηρίες της πόλης. Αψηφώντας την απαγόρευση των συγκεντρώσεων πολλοί φορούσαν κόκκινο, το χρώμα του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία (NDL) του κόμματος της Αούνγκ Σαν Σου Τσι, ενώ άλλοι κρατούσαν πορτρέτα της 75χρονης ηγέτιδας, που κρατείται εδώ και 12 ημέρες σε άγνωστη τοποθεσία.
«Δεν θα επιστρέψουμε στη δουλειά παρά μόνο αφού αποκατασταθεί η πολιτική κυβέρνηση της ‘Μητέρας Σου’ Τσι. Δεν μας πτοούν οι απειλές», δήλωσε ο Ουάι Γιαν Πίο, ένας 24χρονος γιατρός.
Συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν και σε πολλές άλλες πόλεις, με νέους να τραγουδούν ραπ και να κάνουν «χορούς κατά του πραξικοπήματος».
Οι διαδηλώσεις ήταν σε γενικές γραμμές ειρηνικές, αλλά η ένταση ήταν απτή. Πολλοί άνθρωποι τραυματίστηακαν ελαφρά από πλαστικές σφαίρες και τουλάχιστον άλλοι πέντε συνελήφθησαν.