Τα πτώματα των 31 ανδρών και των 8 γυναικών βρέθηκαν στις 23 Οκτωβρίου 2019
Ένοχος για ανθρωποκτονία από αμέλεια δήλωσε σήμερα ο οδηγός του φορτηγού ψυγείου στο οποίο είχαν βρεθεί νεκροί 39 Βιετναμέζοι μετανάστες τον περασμένο Οκτώβριο.
Ο Μορίς Ρόμπινσον, 25 ετών, από τη Βόρεια Ιρλανδία, κατά την προηγούμενη εμφάνισή του στο δικαστήριο, τον Νοέμβριο, από τη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Μπέλμαρς, είχε ήδη δηλώσει ένοχος ενώπιον δικαστηρίου για διευκόλυνση παράνομης εισόδου μεταναστών, από την οποία αποκόμισε οικονομικό όφελος.
Τα πτώματα των 31 ανδρών και των 8 γυναικών –μεταξύ αυτών ήταν και δύο 15χρονοι έφηβοι– βρέθηκαν στις 23 Οκτωβρίου 2019 μέσα φορτηγό ψυγείο, στη βιομηχανική ζώνη του Γκρέις, στο Ανατολικό Λονδίνο. Το βαρύ όχημα έφτασε στη Βρετανία από το βελγικό λιμάνι του Ζεεμπρούγκε.
Για την υπόθεση αυτή, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, έχουν ασκηθεί διώξεις σε πέντε πρόσωπα. Όλοι τους εμφανίστηκαν σήμερα στο δικαστήριο, μέσω βιντεοδιάσκεψης, με τους περισσότερους συνηγόρους και τους δημοσιογράφους να παρακολουθούν την ακροαματική διαδικασία μέσω Skype.
Ο Γκεόργκε Νίκα, 43 ετών, που έχει διπλή υπηκοότητα, Ρουμανίας και Βρετανίας, δήλωσε αθώος στις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της υποβοήθησης παράνομης εισόδου και διαμονής μεταναστών. Αθώοι για τη δεύτερη κατηγορία δήλωσαν επίσης ο 27χρονος Ρουμάνος Αλεξάντρου-Οβίντιου Χάνγκα και ο Κρίστοφερ Κένεντι, 23 ετών, από τη Βόρεια Ιρλανδία.
Στον πέμπτο από τους κατηγορουμένους, τον 37χρονο Βαλεντίν Καλότα, δεν ζητήθηκε από το δικαστήριο να δηλώσει αθώος ή ένοχος στην κατηγορία της διευκόλυνσης παράνομης εισόδου μεταναστών.
Ο εισαγγελέας Ουίλιαμ Έμλιν Τζόουνς αναμένεται να αποφασίσει μέσα στις επόμενες τρεις εβδομάδες πότε θα διεξαχθεί η δίκη του Μορίς Ρόμπινσον. Οι υπόλοιποι τέσσερις θα δικαστούν στις 5 Οκτωβρίου στο Ολντ Μπέιλι.
Πολλά από τα θύματα αυτής της τραγωδίας κατάγονταν από μια πάμφτωχη περιοχή του κεντρικού Βιετνάμ, όπου οι κάτοικοι τα βγάζουν με δυσκολία πέρα, απασχολούμενοι κυρίως στην αλιεία, τη γεωργία και τη βιομηχανία. Οι οικογένειες χρεώνονται χιλιάδες δολάρια για να στείλουν κάποιο από τα μέλη τους στη Βρετανία, μέσω παράνομων δικτύων, με την ελπίδα ότι εκεί θα βρουν καλοπληρωμένη δουλειά.