Η ελευθερία του Τύπου γνώρισε μια "απότομη υποβάθμιση" κατά το 2014, κυρίως ως συνέπεια της δράσης οργανώσεων όπως το Ισλαμικό Κράτος και οι νιγηριανοί ισλαμιστές της Μπόκο Χαράμ, σύμφωνα με την ετήσια κατάταξη της οργάνωσης Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
"Υπήρξε μια συνολική επιδείνωση, η οποία συνδέεται με πολύ διαφορετικούς παράγοντες, με την ύπαρξη πολέμων της ενημέρωσης, τη δράση μη κρατικών οργανώσεων οι οποίες συμπεριφέρονται σαν δεσπότες της ενημέρωσης", δήλωσε ο Κριστόφ Ντελουάρ, γενικός γραμματέας των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα.
"Το 2014 είναι το έτος μιας απότομης υποβάθμισης για την ελευθερία της ενημέρωσης. Τα 2/3 των 180 χωρών (που περιλαμβάνονται στον κάτάλογο της RSF) τα πήγαν λιγότερο καλά απ' ό,τι στην προηγούμενη έκδοση" του καταλόγου, εξηγεί η RSF η οποία συνθέτει παράλληλα σε έναν δείκτη τις προσβολές της ελευθερίας του Τύπου.
Η Συρία, η χώρα που θεωρείται από την RSF η πιο επικίνδυνη στον κόσμο για τους δημοσιογράφους, βρίσκεται έτσι στην 177η θέση από τις 180 --ακριβώς πίσω από την Κίνα που βρίσκεται στην 176η-- μπροστά από το Τουρκμενιστάν (178η), τη Βόρεια Κορέα (179η) και την Ερυθραία (180ή), μια τετράδα η οποία έχει μείνει η ίδια από πέρυσι.
Το Ιράκ κατατάσσεται 156ο και η Νιγηρία 111η. Στις χώρες αυτές "εμφανίσθηκαν και πάλι φέτος 'μαύρες τρύπες' στην ενημέρωση", προσθέτει η RSF υπενθυμίζοντας εξάλλου πως "η επέκταση των καταχρήσεων" που διαπράττονται στο Ιράκ και στη Συρία από την οργάνωση Ισλαμικό Κράτος, "ώθησε τους δημοσιογράφους να φύγουν".
Η Ιταλία, όπου "οι απειλές κυρίως της μαφίας και οι καταχρηστικές μηνύσεις για δυσφήμηση αυξήθηκαν κάθετα", έπεσε από την πλευρά της 24 θέσεις και κατέληξε στην 73η.
"Από την Μπόκο Χαράμ μέχρι το Ισλαμικό Κράτος, περνώντας από τους λατινοαμερικανούς λαθρεμπόρους ναρκωτικών ή τη σικελική μαφία, τα κίνητρα ποικίλλουν αλλά ο τρόπος δράσης είναι ο ίδιος: η φίμωση δια του φόβου ή των αντιποίνων", γράφει η RSF.
Για πέμπτη διαδοχική χρονιά, η Φινλανδία διατηρεί την πρώτη θέση της κατάταξης, ακολουθούμενη φέτος από τη Νορβηγία και τη Δανία, η οποία πέρασε στην πρώτη τριάδα.
Εντούτοις πολλά μικρά ευρωπαϊκά κράτη πέφτουν στην κατάταξη: το Λουξεμβούργο περνάει από την 4η στη 19η θέση, το Λιχτενστάιν από την 6η στην 27η θέση και η Ανδόρα από την 5η στην 32η θέση, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση.
"Οι καταστάσεις στις χώρες αυτές είναι αρκετά συγκρίσιμες, με μια εγγύτητα ανάμεσα στην πολιτική εξουσία, την οικονομική εξουσία και την εξουσία των μέσων ενημέρωσης η οποία προκαλεί εξαιρετικά συχνά συγκρούσεις συμφερόντων οι οποίες δεν παύουν να μεγεθύνονται", εξηγεί η μη κυβερνητική οργάνωση.
Η Βουλγαρία (106η, -6 θέσεις) κατέχει στην κατάταξη την τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η Ελλάδα κατατάσσεται 91η (+8 θέσεις), πίσω από το Κουβέιτ.
Η Γαλλία από την πλευρά της κερδίζει μία θέση και κατατάσσεται 38η -- η κατάταξη δεν λαμβάνει υπόψη την επίθεση που πραγματοποιήθηκε στις 7 Ιανουαρίου εναντίον της σύνταξης της εβδομαδιαίας σατιρικής εφημερίδας Charlie Hebdo, διευκρινίζει η RSF. Η μη κυβερνητική οργάνωση εξακολουθεί να εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι στη Γαλλία "προστατεύεται πολύ λίγο το απόρρητο των πηγών".
Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα επισημαίνουν εξάλλου "την ενίσχυση της βίας έναντι των δημοσιογράφων και των πολιτών που καλύπτουν στο διαδίκτυο τις διαδηλώσεις", επικαλούμενοι τις περιπτώσεις της Ουκρανίας, του Χονγκ Κονγκ, της Βραζιλίας και της Βενεζουέλας, η οποία έπεσε 21 θέσεις (137η).
Τα αφρικανικά κράτη, παρά την άνοδο της Ακτής Ελεφαντοστού (86η, +15 θέσεις), εξακολουθούν να βρίσκονται στις κατώτερες θέσεις της κατάταξης. Το Κονγκό έπεσε 25 θέσεις (107η) και η Λιβύη 17 θέσεις (154η).
Η κατάταξη αυτή βασίζεται σε επτά δείκτες: επίπεδο των καταχρήσεων, έκταση του πλουραλισμου, ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης, περιβάλλον και αυτολογοκρισία, νομικό πλαίσιο, διαφάνεια και υποδομές.