Για την ενδεχόμενη αθέμιτη συνεργασία της Μόσχας με το προεκλογικό επιτελείο του Τραμπ
Ποινικό χαρακτήρα έλαβε πλέον η διοικητική έρευνα, που αφορούσε το πώς ξεκίνησε η λεγόμενη «ρωσική έρευνα» για την ενδεχόμενη αθέμιτη συνεργασία της Μόσχας με το προεκλογικό επιτελείο του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία έχει πλέον ολοκληρωθεί, αλλά εξακολουθεί να προκαλεί την οργή του Ρεπουμπλικανού Προέδρου.
Αργά το βράδυ της Πέμπτης, η εφημερίδα New York Times αποκάλυψε, επικαλούμενη δύο πηγές, ότι αυτή η διοικητική έρευνα, την επίβλεψη της οποίας έχει ο υπουργός Δικαιοσύνης Μπιλ Μπαρ, έχει μετατραπεί σε ποινική. Η είδηση αυτή βάρυνε ακόμη περισσότερο το τεταμένο πολιτικό κλίμα στην Ουάσινγκτον. Στις 24 Σεπτεμβρίου οι Δημοκρατικοί ξεκίνησαν τη δική τους έρευνα στο Κογκρέσο σε βάρος του Τραμπ για τη λεγόμενη «ουκρανική υπόθεση».
Ο εισαγγελέας Τζον Ντέραμ, στον οποίο ανατέθηκε η νέα ποινική έρευνα, έχει πλέον τη δικαιοδοσία να καλεί μάρτυρες και να εκδίδει κλητεύσεις, για να του παραδοθούν έγγραφα. Το υπουργείο Δικαιοσύνης, που βρίσκεται αντιμέτωπο με το παράδοξο να ερευνά τον εαυτό του και τις προηγούμενες ενέργειές του, δεν ανταποκρίθηκε σε ένα αίτημα του Γαλλικού Πρακτορείου να σχολιάσει αυτές τις εξελίξεις.
«Αν επιβεβαιωθούν αυτές οι πληροφορίες, τότε εγείρονται νέα ερωτηματικά για το υπουργείο Δικαιοσύνης, που υπό τον Μπαρ απόλεσε την ανεξαρτησία του και μετατράπηκε σε μέσο πολιτικής εκδίκησης για τον Τραμπ», δήλωσε ο Δημοκρατικός βουλευτής Άνταμ Σιφ, ο επικεφαλής της έρευνας που διεξάγεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για την παραπομπή του προέδρου με το ερώτημα της καθαίρεσης.
Η επίσης Δημοκρατική Έιμι Κλομπούτσαρ, η πρώην εισαγγελέας και υποψήφια για το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές του 2020, έκανε λόγο για «κατάχρηση εξουσίας» εκ μέρους του Λευκού Οίκου. «Αν οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να κρύψουν όσον αφορά τις βλακείες και τα αδικήματα που ενδέχεται να διέπραξαν, τότε δεν έχουν να φοβούνται τίποτα» από την έρευνα αυτή, απάντησε, στο Fox News, η σύμβουλος του Λευκού Οίκου, Κελιάν Κόνγουεϊ.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης θεωρείται κατά παράδοση ανεξάρτητο απέναντι στην πολιτική εξουσία όταν πρόκειται για ποινικές έρευνες. Όμως ο πρόεδρος Τραμπ απέλυσε τον προκάτοχο του Μπιλ Μπαρ, τον Τζεφ Σέσιονς, πριν από έναν χρόνο, προσάπτοντάς του ότι δεν τον προστάτευσε επαρκώς στο πλαίσιο της «ρωσικής έρευνας».
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ζητήσει κατ' επανάληψη να ερευνηθεί, πώς οδηγήθηκαν οι αρχές στην έναρξη αυτής της «ρωσικής έρευνας». Ο ίδιος την αποκαλούσε πάντα «κυνήγι μαγισσών» και κατηγορούσε τους πολιτικούς αντιπάλους του. Στο παρελθόν έχει δηλώσει ότι ξεκίνησε «παράνομα» και την έκρινε πολιτικά μεροληπτική.
Τη ρωσική έρευνα είχε αναλάβει ο ειδικός εισαγγελέας, Ρόμπερτ Μάλερ, μετά την απόλυση, τον Μάιο του 2017, του διευθυντή του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ. Η ομοσπονδιακή αστυνομία –στα καθήκοντα της οποίας περιλαμβάνεται και η αντικατασκοπεία– είχε ανημερωθεί για μια παρέμβαση της Ρωσίας στην προεκλογική εκστρατεία του 2016 και άρχισε να συλλέγει πληροφορίες για τη δράση του επιτελείου του Τραμπ.
Φέτος την άνοιξη, μετά από έρευνα 22 μηνών, ο Μάλερ υπέβαλε την αναφορά του, έκτασης 450 σελίδων, απαλλάσσοντας τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο από την υποψία της αθέμιτης σύμπραξης με τη Μόσχα. Παράλληλα όμως αναφέρθηκε σε δέκα περιπτώσεις στις οποίες ο Τραμπ άσκησε πιέσεις στην έρευνά του, κάτι που θα μπορούσε να συνιστά παρακώλυση της δικαιοσύνης. Ο ειδικός εισαγγελέας δεν συνέστησε κατηγορηματικά τη δίωξη του προέδρου και ο Μπιλ Μπαρ αμέσως έκρινε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να δοθεί συνέχεια στην υπόθεση.
«Εμείς, που είχαμε εμπλακεί στην εκστρατεία του Τραμπ, ξέρετε για ποιο πράγμα είμαστε ένοχοι; Για τη μεγαλύτερη πολιτική αναταραχή στην αμερικανική ιστορία. Αν άλλα πρόσωπα είναι ένοχα για παρακώλυση της δικαιοσύνης ή αν συγκάλυψαν αποδείξεις, έχουμε το δικαίωμα να το γνωρίζουμε», είπε η Κόνγουεϊ.
Η κυβέρνηση του Τραμπ έχει περάσει στην άμυνα αφότου ξεκίνησε η διαδικασία παραπομπής του προέδρου και αναζητά τρόπους για να αποκρούσει τις επιζήμιες συνέπειες από τις καταθέσεις διπλωματών και υψηλόβαθμων αξιωματούχων στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Σε αυτήν την υπόθεση, ο Τραμπ κατηγορείται ότι ζήτησε επίμονα από τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, να ερευνήσουν οι ουκρανικές αρχές τον Τζο Μπάιντεν, τον πιθανό αντίπαλό του στις προεδρικές εκλογές του 2020. Ο γιος του Μπάιντεν εργαζόταν σε μια ουκρανική εταιρεία φυσικού αερίου.